Η Άννα
Έβαφε τα μάτια της μαύρα.
Κι όταν γλιστρούσε το χρώμα
Τα μάτια της δάκρυζαν.
Η Άννα
Έβαφε τα μαλλιά της μαύρα.
Κι όταν γλιστρούσε το χρώμα
Ζητούσε να σκουπιστεί με χάδια.
Η Άννα
Φορούσε ρούχα μαύρα.
Κι όταν γλιστρούσε από πάνω της το χρώμα τους
Ντρεπόταν
Και κάλυπτε τότε την επιδερμίδα της
Με αγκάθια.
Η Άννα
Κοιμόταν σε τραίνα σκουριασμένα.
Κι όταν γλιστρούσε η σκουριά
Στα χέρια της
Έγλυφε τις παλάμες της
Και καθαριζόταν.
Η Άννα
Λάτρευε τα παιδιά.
Όταν την πλησίαζαν τους μάθαινε
Τα χρώματα.
Μα οι μανάδες τους τα μάλωναν.
Είναι μα μάγισσα τους έλεγαν
Κι έσκιζαν τις ζωγραφιές.
Και τα παιδιά κοιμόνταν
Δίχως όνειρα.
Έβαφε τα μάτια της μαύρα.
Κι όταν γλιστρούσε το χρώμα
Τα μάτια της δάκρυζαν.
Η Άννα
Έβαφε τα μαλλιά της μαύρα.
Κι όταν γλιστρούσε το χρώμα
Ζητούσε να σκουπιστεί με χάδια.
Η Άννα
Φορούσε ρούχα μαύρα.
Κι όταν γλιστρούσε από πάνω της το χρώμα τους
Ντρεπόταν
Και κάλυπτε τότε την επιδερμίδα της
Με αγκάθια.
Η Άννα
Κοιμόταν σε τραίνα σκουριασμένα.
Κι όταν γλιστρούσε η σκουριά
Στα χέρια της
Έγλυφε τις παλάμες της
Και καθαριζόταν.
Η Άννα
Λάτρευε τα παιδιά.
Όταν την πλησίαζαν τους μάθαινε
Τα χρώματα.
Μα οι μανάδες τους τα μάλωναν.
Είναι μα μάγισσα τους έλεγαν
Κι έσκιζαν τις ζωγραφιές.
Και τα παιδιά κοιμόνταν
Δίχως όνειρα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΛΑΧΑΚΗΣ
Fedra V.
Fedra V.
σε ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία
ΑπάντησηΔιαγραφή... δεν μπόρεσα να αντισταθώ Γιώργο !
ΑπάντησηΔιαγραφή