Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

περικοπή







Τα γυαλισμένα μας φλιτζάνια
δώσαν τη θέση τους σε μάτια ραγισμένα
κι έναν ιστό ρυτίδες γύρω απ’ τα χείλη και το μέτωπο
γύρω απ’ την εντύπωση μιας ύπαρξης αισθητικής.
Ποτέ δεν είπαμε ποτέ
και μείναμε με ένα πάντα ανάμεσα σε αντίχειρα και δείκτη
λες και κρατούσαμε νερό
που άλλοι το θρηνούσαν και άλλοι το γλεντούσαν
με μια μελαγχολία καθήκον.
Έτσι ανάποδα που ήρθαν όλα
ανάποδα
τα πήραμε κι εμείς και όχι λάθος
χωρίς υπομονή για γυρισμό χωρίς ανάσταση
γιατί ανάσταση τάχα θα πει αιχμαλωσία
γιατί ανάσταση δεν πάει να πει ανάταση
παρά μονάχα ένα πρελούδιο
και μια χορδή που ταλαντεύεται από το πριν ως το μετά
στο πάντα στο ποτέ και στο περίπου
όλο περίπου όλα περίπου
ζωή
κι όχι συνθήματα κι ατάκες στην οθόνη
ίσως γιατί
δεν ξαγκιστρώσαμε τις λέξεις όπως τους έπρεπε
ίσως γιατί δεν κουβαλήσαμε ούτε το ίδιο μας το πτώμα
όπως του έπρεπε
μόνο φορέσαμε καπέλο και γυαλιά στη λάμψη των προθέσεων
να καταπιούμε τον καφέ μας μονορούφι
ένα απόγευμα χωρίς προοπτική
ή μεσημέρι ακέραστο
με κουμπωμένα τα παντζούρια ως τη μνήμη.
Έτσι λοιπόν εγκαταστάθηκε η αναγκαιότητα των τρύπιων μας συνόρων
όπου το αίσθημα γνωρίζει
και το προαίσθημα υφίσταται ως μια συνθήκη ικανή
και αναγκαία
και κάμποση γι’ αυτούς που έστερξαν την προδοσία
αθόρυβα κι αισχρά
μακριά από το αίμα που κοχλάζει
κι αφότου οι φίλοι αποχώρησαν τελικά ως κάποια λύσις.
Κι ήταν η τέχνη αυτή καθαυτή
που στέρησε τη νιότη από την ξεγνοιασιά της
που γύμνασε τα χέρια
με δηλητήριο στις τρίχες και τα νύχια
με δηλητήριο
σε κάθε θρόμβο των δαχτύλων
μιας και η φιλανθρωπία της σαφώς υπήρξε ψέμα αδίστακτο.
Το αύριο θα είναι πάντοτε μια άλλη μέρα
κι ως τέτοια θα διστάζει
κι ως τέτοια θα παρανοεί κάθε μας σύμπλεγμα
σαν όρο τελειότητας κι ευθύνης
έτσι ώστε να βρεθεί χωρίς αμφιβολία
πίσω απ΄ το αποτύπωμα που χαϊδεύει τη σκανδάλη.
Πλέον το βίωμα
μετωπικά θα μας θυμίζει πόσο υπήρξαμε και πόσοι
σε μια κατάθλιψη με αντίκρυσμα υπαρκτό
σε μια πραγματικότητα χωρίς υπεκφυγές
για να μπορεί το άδικο να τρέφεται με ασφάλεια
απ’ την ιστορική δικαίωση του θύτη
μέχρι τη θαλπωρή απ’ τη συναίσθηση του θύματος.


ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΜΙΧΑΗΛ



Fedra V.



Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ ο αυτόχειρας της κοινωνίας









Το νερό είναι γαλάζιο, όχι το γαλάζιο του νερού,
το γαλάζιο της ρευστής ζωγραφικής.
Ο τρελός αυτόχειρας, περνώντας από εκεί,
επέστρεψε το νερό της ζωγραφιάς στη φύση,
σ' αυτόν, όμως, ποιος θα του το επιστρέψει;

Τρελός ο Βαν Γκογκ;
Αυτός που μπόρεσε κάποια στιγμή να κοιτάξει ένα ανθρώπινο πρόσωπο, ας κοιτάξει το αυτοπορτρέτο του Βαν Γκογκ, εννοώ εκείνο που φορά ένα μαλακό καπέλο.
Ζωγραφισμένο απ' τον Βαν Γκογκ σε υπερδιαύγεια, είναι η φιγούρα του κοκκινομάλλη χασάπη που μας ελέγχει και μας παραμονεύει, που μας παρατηρεί διερευνητικά με αγριωπή ματιά.
Δε γνωρίζω ούτε έναν ψυχίατρο που θα μπορούσε να διερευνήσει το πρόσωπο ενός ανθρώπου με μια τέτοια συντριπτική δύναμη και ν' αναλύσει σαν από χασαποσάνιδο την αναμφισβήτητη ψυχολογία του.
Το μάτι του Βαν Γκογκ το διακρίνει μια μεγάλη ευφυϊα, αλλά κατά τη γνώμη μου, έτσι όπως το βλέπω να με κοιτάζει εξονυχιστικά απ' το βάθος του πίνακα του απ' όπου αναδύεται, δεν πρόκειται πια για την ευφυϊα ενός ζωγράφου που αισθάνομαι να υπάρχει εκείνη τη στιγμή μέσα του, αλλά την ευφυϊα ενός φιλοσόφου που δεν συνάντησα ποτέ στη ζωή μου.
Όχι, ο Σωκράτης δεν είχε τέτοιο μάτι, ίσως μονάχα ο δύστυχος ο Νίτσε να είχε πριν απ' αυτόν αυτό το βλέμμα που γδύνει την ψυχή, που ξεγυμνώνει το ανθρώπινο σώμα πέρα απ' τις υπεκφυγές του νου.
Το βλέμμα του Βαν Γκογκ είναι ακινητοποιημένα αιωρούμενο, διάφανο πίσω απ' τα αραιά του βλέφαρα, τα λεπτά του φρύδια που δεν τα χωρίζει ούτε μια ζάρα.
Είναι ένα βλέμμα που βυθίζει κατευθείαν, διαπερνά αυτή την χοντροκομμένη σαν κορμό δένδρου μορφή.
Όμως ο Βαν Γκογκ αποτύπωσε τη στιγμή που η κόρη του οφθαλμού θα κυλήσει στο κενό... τη στιγμή που αυτό το βλέμμα εκτοξευμένο προς το μέρος μας σαν τη βόμβα ενός μετεωρίτη, παίρνει το άτονο χρώμα του κενού και του αδρανούς που το γεμίζει.

Κάπως έτσι ο μεγάλος Βαν Γκογκ τοποθέτησε την αρρώστια του, καλύτερα απ' οποιονδήποτε ψυχίατρο στον κόσμο.

Τρυπώ, ξαναπιάνω, ελέγχω, κρεμώ, ξεκρεμώ, η νεκρή μου ζωή δεν κρύβει τίποτα, επιπλέον το ουδέν δεν έκανε ποτέ κακό σε κανέναν, αυτή η απογοητευτική απουσία που περνά και με ξεπερνά ώρες-ώρες, είναι κάτι που με αναγκάζει να επανέρχομαι στα ένδον, εκεί, όμως, είναι που βλέπω καθαρά, ακόμη και το ουδέν ξέρω πια τι είναι και θα μπορέσω να πω τι έχει μέσα του.
Και είχε δίκιο ο Βαν Γκογκ, μπορούμε να ζούμε για το άπειρο, να ικανοποιούμαστε μόνο με το άπειρο, υπάρχει άλλωστε αρκετό άπειρο στη γη και τις ουράνιες σφαίρες, για να χορτάσει χίλιες μεγαλοφυϊες, και αν ο Βαν Γκογκ δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την επιθυμία του να εκθέσει όλη του τη ζωή στη  ακτινοβολία του άπειρου, είναι γιατί η κοινωνία του το απαγόρεψε.
Του το απαγόρεψε τελείως, του το απαγόρεψε συνειδητά.

Ο Βαν Γκογκ είχε τους εκτελεστές του, όπως τους είχαν ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, ο Μποντλέρ, ο Έντγκαρ Πόε και ο Λοτρεαμόν.

Αυτούς που μια μέρα του είπαν :
Ε, λοιπόν, αρκετά Βαν Γκογκ, στον τάφο σου, φτάνει πια η ιδιοφυϊα σου, όσο για το άπειρο είναι για μας το άπειρο.

Γιατί ο Βαν Γκογκ δεν πέθανε στην προσπάθειά του να ψάξει για το άπειρο... υποχρεώθηκε να σβήσει απ' τη μιζέρια και την ασφυξία... πέθανε βλέποντας να του το αρνείται η γύρα όλων αυτών που απ' την εποχή που ζούσε ακόμη, πίστευαν πως κρατούσαν το άπειρο εναντίον του.
Και ο Βαν Γκογκ θα μπορούσε να βρει αρκετό απ' το άπειρο για να επιζήσει σ' όλη του τη ζωή, αν η κτηνώδικη συνείδηση της μάζας δεν είχε θελήσει να το ιδιοποιηθεί, για να θρέψει τις ίδιες της τις παρτούζες που δεν είχαν ποτέ τίποτα το κοινό με τη ζωγραφική ή με την ποίηση.

Επιπλέον, δεν αυτοκτονούμε ποτέ από μόνοι μας.
Κανένας ποτέ δεν ήταν μόνος του για να γεννηθεί.
Ούτε κανένας είναι μόνος του για να πεθάνει.
Όμως, στην περίπτωση της αυτοκτονίας, χρειάζεται μια στρατιά κακών συνειδήσεων για να στρέψουν το σώμα στην παρά φύση πράξη του να στερηθεί την ίδια του τη ζωή.
Πιστεύω πως υπάρχει πάντα κάποιος άλλος, που τη στιγμή του τελειωτικού θανάτου, μας αφαιρεί την ίδια μας τη ζωή.

Έτσι, λοιπόν, ο Βαν Γκογκ αυτοκαταδικάστηκε γιατί είχε σταματήσει να ζει...




ANTONIN ARTAUD
(απόσπασμα "ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ ο αυτόχειρας της κοινωνίας" ) 


artwork : Van Gogh self portrait (1887)




Fedra V.