Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Γραμματική κατάσταση



Βαδίζω πλάι σου σε χρόνο ενεστώτα. Συλλαβιστά.
Με διάθεση καρό και κίτρινες τιράντες.
Ένα αθώο κατηγορούμενο και δυο μ' έκθλιψη προθέσεις κρύβω για σένα στο γιλέκο μου.
Με νυχτικό αμέθυστο και διάφανο χαμόγελο στα χείλη, αναπολείς, χρόνους αόριστους.
Τότε που φούσκωναν τα λήμματα στις τσέπες μας.
Τώρα που ούτε ένα σίγμα τελικό δεν περισσεύει.

Σε αριθμό πληθυντικό, μια μισοπάλαβη τουλίπα κλείνει τον δρόμο μου.
Παρατονώ σε χειμερία νάρκη κι εκτινάσσομαι.
Οι εφεδρικές τιράντες μου δεν λεν ν' ανοίξουν.
Σε πτώση κλητική φωνάζω τ' όνομά σου.
Ασύντακτος σε χρόνο αόριστο αναζητώ τον μέλλοντα.
Αυτόν που βγάζει πίσω στη σκιά σου...


ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΟΚΟΣ
"Σουίνγκ με τ' άστρα"


Fedra V.



Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

η παρουσία



Μ.Ν.
Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά
σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

Α.
Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό.
Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο
με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά καμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε.
Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της.
Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς
ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι αλλού - που
μόνο αυτή τ' ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά,
δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και
δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν.
Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε "θυμάσαι;"
Τι να θυμηθώ; Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω... απροετοίμαστη.
Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου.
Έλεγα "μπα, θα συνηθίσω". Κι όλα γύρω μου έτρεχαν.
Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή.
Αλλά, φαίνεται, το παράκανα. Επειδή - δεν ξέρω -
κάτι παράξενο έγινε στο τέλος.
Πρώτα έβλεπα τον νεκρό και ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή.
Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...

Α.
"Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες;"
- έτσι μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο
νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε
απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις
πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Μ.Ν.
Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Α.
Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα.
Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν.
Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε.
Κοιτάζαμε κι οι δυο την ίδια πέτρα.
Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα.

Α.
 Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν.
Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

Α.
 Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι άξια!

Μ.Ν.
Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε!

Α.
Ποιος να σ' αφήσει;

Μ.Ν.
Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.

Α.
Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα
κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.

Μ.Ν.
Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα...

Α.
Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα.
Και μαζί μ' αυτήν και τ' όνομά της.

Μ.Ν.
ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα
μέσα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...

Α.
 Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε.
Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.

Μ.Ν.
ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί,
πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει.
Το θυμάμαι καλά.

Α.
Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

Μ.Ν.
Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε
όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά.
Θα περνάνε στο δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως
σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες.
Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες
σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.

Α.
 Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά,
μια δω, μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας.
Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι ασημένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά.
Θα φανούν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν.
Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση.
Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.
Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές
επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Μ.Ν.
Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και
τα δαιμονικά του κόσμου τούτου.
Έχω πει στην αγάπη "γιατί" και την έχω κυλήσει στο πάτωμα. 
Έγιναν οι πολέμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε
ούτ' ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματά μας
και να το λησμονήσουμε.
Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε;
Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;
Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε όσοι
ξέρουν τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλίπες.
Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα
κι από κολύμπι...
Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές -
παρασταθείτε μου!

Α
Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα
δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα
κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα
στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Μ.Ν.
Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα...
μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
"Μαρία Νεφέλη"



ακούστε το από τον Γ. Μπέζο και την Τ. Τσανακλίδου... είναι μαγικό...




Fedra V.



Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Bright Star







Bright star,
would I were steadfast as thou art
Not in Ione splendor hung aloft the night
And watching, with eternal lids apart
Like nature's patient, sleepless Eremite
The moving waters at their priestlike task
Of pure ablution round earth's human shores
Or gazing on the new soft fallen masque
Of snow upon the mountains and the moors
No, yet still steadfast, still unchangeable
PiIIow'd upon my fair Love's ripening breast
To feel for ever its soft swell and fall
Awake for ever
in a sweet unrest
Still, still to hear her tender-taken breath
And so Live ever, or else swoon to death

JOHN KEATS 
(31 Οκτωβρίου 1795 - 23 Φεβρουαρίου 1821)




Ερωτικό σονέτο του 24χρονου John Keats αφιερωμένο στο μοναδικό έρωτα της ζωής του, τη 19χρονη Fanny Brawne.  Μοναδικός, παθιασμένος, ανολοκλήρωτος, κρυφός..... 
Λέγεται πως το έγραψε το 1820 πάνω στο πλοίο που τον πήγαινε στη Ρώμη, όπου ήλπιζε ότι το θερμότερο κλίμα θα μπορούσε να βοηθήσει τον φυματικό οργανισμό του. Του έδωσε τον τίτλο "Bright Star" και το τοποθέτησε ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου που κουβαλούσε στις αποσκευές του. Δεν επέστρεψε ποτέ. Άντεξε μόνο ένα χρόνο. Για το υπόλοιπο της ζωής της, η Fanny επαναλάμβανε κάθε βράδυ το ίδιο συγκινητικό τελετουργικό: περπατούσε στους ανθισμένους κήπους και στα καταπράσινα λιβάδια όπου άλλοτε βάδιζαν μαζί με τον αγαπημένο της και απήγγελλε το ποίημα που της είχε γράψει...



Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν και σένα,
Όχι - μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα
Ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια κοιτάζω,
Σαν τον υπόνομο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,
Ωκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο
Γύρω στη γη τ’ ανθρώπινα ακρογιάλια εξαγνίζουν.
Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,
Που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.
Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω
Στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νιώθω
Σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει
Και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω
Κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.
Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.


Η ελληνική απόδοση είναι από την Ανθολογία Άγγλων ποιητών, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων.

Fedra V.



Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Βασίλης Λογοθετίδης







Βασίλης Λογοθετίδης (1898- 20 Φεβρουαρίου 1960)

Αγαπημένος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου  σε ρόλους  του διεθνούς και ελληνικού ρεπερτορίου. Άνθρωπος μοναχικός, σεμνός με απόλυτα προσωπικό υποκριτικό ύφος.
Γεννήθηκε στο Μυριόφυτο της Α. Θράκης αλλά έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου το 1916 εμφανίσθηκε για πρώτη φορά ως ερασιτέχνης ηθοποιός.
Το 1919 άρχισε την επαγγελματική του καριέρα δίπλα στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1946 δημιούργησε τον δικό του θίασο, υπηρετώντας τη νεοελληνική κωμωδία και φάρσα.
Έπαιξε σε περισσότερα από 200 ξένα θεατρικά έργα καθώς επίσης και σε περισσότερες από 110 ελληνικές κωμωδίες. Οι περισσότερες από τις θεατρικές επιτυχίες του μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη.
Ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, όπου πρωτοεμφανίζεται το 1936, σε ταινίες που σχεδόν σε όλες πρωταγωνιστεί. Κορυφαία του στιγμή θεωρείται ο ρόλος του στο κωμικό δράμα του Γιώργου Τζαβέλα “Η Κάλπικη Λίρα” (1955), που διακρίθηκε διεθνώς. Η τελευταία κινηματογραφική του παρουσία ήταν το 1958 στην ταινία “Ένας ήρως με παντούφλες”.
Στις ταινίες του δημιούργησε μοναδικά τον τύπο του μικροαστού Έλληνα που βρίσκεται αντιμέτωπος με το κοινωνικό περιβάλλον.
Το 1957 ανέλαβε καλλιτεχνική περιοδεία στις ΗΠΑ με σκοπό τη καθιέρωση συστηματικής επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών της γης, δίνοντας παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ όπου και θριάμβευσε. Κατά δε την υποδοχή του στη πόλη Πίτσμπουργκ, ο δήμαρχος της πόλης του παρέδωσε το χρυσό κλειδί της πόλης, τιμή που δεν έχει ξαναγίνει σε Έλληνα ηθοποιό. Ακριβώς σε αναγνώριση της συμβολής του αυτής για την πρόοδο της ελληνικής θεατρικής τέχνης και παρουσίας σε διεθνές κοινό, ο βασιλιάς Παύλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος.. Νωρίτερα (1952), είχε τιμηθεί και με το Έπαθλο Ξενόπουλου.

***

Ενδιαφέροντα περιστατικά :

Τον χειμώνα του ’42, ο Λογοθετίδης είναι σαράντα πέντε χρόνων και το θέατρο Κοτοπούλη ετοιμάζεται να ανεβάσει το έργο του Αλέκου Λιδωρίκη “Άνδρας – Γυναίκα - Διάβολος”. Ζητούν από τον Λογοθετίδη να παίξει το νεαρό εραστή.
“Εγώ, το νεαρό εραστή;” απορεί εκείνος. “Πώς στην ευχή θα παίξω το νεαρό εραστή και, μάλιστα, πλάι στον Μυράτ;”
“Εάν δεν μπορούσες, δεν θα σου το ζητούσα”, του λέει ο Λιδωρίκης.
Ο Λογοθετίδης επιμένει: “Βρε αδελφέ μου, εγώ θα παίξω τώρα τον ωραίο; Κι εγώ θα φάω στο τέλος τον Μυράτ;”
“Ναι, εσύ”, του απαντάει κατηγορηματικά ο Λιδωρίκης. “Βασίλη μου”, συνεχίζει, “η ομορφιά ενός άνδρα δεν βρίσκεται πάντα στο πρόσωπο. Βγαίνει πιο πολύ από την προσωπικότητα, από την ψυχική του λεβεντιά, από τη χαρά που αναδίνει, από την εξυπνάδα και από τη γνώση του ωραίου...”
Χρόνια αργότερα, ο Λιδωρίκης θα θυμόταν το περιστατικό και θα έλεγε: “Oταν του τα είπα όλα αυτά, με κοίταξε με εκείνο το πονηρό βλέμμα του και μου απάντησε, ‘Μωρέ τι μας λες’. Και το επόμενο πράγμα που έκανε ήταν να παίξει το ρόλο που του ζητούσαμε. Και όχι μόνο έπαιξε τον ωραίο, το χορευτή, τον εραστή, εκείνον που στο τέλος κερδίζει το κορίτσι. Μέσα από την επιτυχία του, εξασφάλισε και στο συγγραφέα ψωμί και νοίκι για τη μισή κατοχική εποχή. Αυτός ήταν ο Βασίλης”.

 *

Τον Γενάρη του 1960, το Θέατρο Αθηνών ετοιμάζεται να γιορτάσει τις 150 παραστάσεις του έργου του Γ. Τζαβέλα, “Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα”. Είναι μεσημέρι και όλοι βρίσκονται στο γραφειάκι του θεάτρου, προσπαθώντας να συμφωνήσουν για τις κατάλληλες λέξεις στο κείμενο που θα συνοδεύσει την πανηγυρική αναγγελία.
Όταν φτάνουν στο επίθετο που θα χαρακτηρίσει τον Λογοθετίδη, η σύσκεψη παίρνει φωτιά. Ο θεατρώνης προτείνει “ο μεγάλος Λογοθετίδης”. Ο συγγραφέας λέει να βάλουν “ο άφθαστος Λογοθετίδης”. Και άλλες λέξεις πέφτουν στο τραπέζι, όπως “ο μοναδικός”, “ο κορυφαίος”, “ο ανεπανάληπτος”.
Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής κάθεται σιωπηλός σε μια γωνιά και τους ακούει ατάραχος. “Οχι”, τους λέει κάποια στιγμή έπειτα από ώρα. “Δεν θέλω τίποτε από όλα αυτά. Βάλτε απλώς ο Λογοθετίδης. Σκέτος. Και αφού ευχαριστεί τους πάντες για τα καλά τους λόγια, σηκώνεται να φύγει. 



Λένε για κείνον :

“Πολλοί ηθοποιοί αγάπησαν το νεοελληνικό θεατρικό έργο, αλλά κανένας δεν το αγάπησε ή δεν μπόρεσε να το αγαπήσει περισσότερο από τον Λογοθετίδη”, θα έγραφε ο συγγραφέας Γ. Ρούσσος. 

Η καυστική πένα του Δ. Ψαθά, θα αποκάλυπτε μιαν άλλη όψη αυτής της αφοσίωσης: “Ναι, αγαπάει το νεοελληνικό έργο αλλά ο ίδιος είναι συμφορά για κάθε ευσυνείδητο συγγραφέα. Γιατί είναι αδύνατον να καταλάβει ο συγγραφέας εάν η επιτυχία οφείλεται στο έργο ή στον πρωταγωνιστή”.



Ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί σε φίλους του : "Θα ήθελα να πεθάνω στο θέατρο".
Γιατί το θέατρο ήταν το σπίτι του. 


Αγαπημένες ταινίες :


 

 Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948)

 

 

 

 Ένα βότσαλο στη λίμνη (1952)

 

 

 

 Σάντα Τσικίτα (1953)

 

 

 

 Δεσποινίς ετών 39 (1954)

 

 

 

 Ούτε γάτα, ούτε ζημιά (1955) 

 

 

 

 Η κάλπικη λίρα (1955)

 

 

 

 Ο ζηλιαρόγατος (1956)

 

 

 

 Δελησταύρου και υιός (1957) 

 

 

 

 Ένας ήρως με παντούφλες (1958)

 

 


Πηγές

Εφημερίδα Μακεδονία, φύλλο 21ης Φεβρουαρίου 1960, σελίδα 7, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας

Σαν σήμερα, Βιογραφίες: Βασίλης Λογοθετίδης

www.ethnos.gr



Fedra V.