5 του Μάη
Μέσα στην ψυχή μου επρόβαλες και τόξερα πως θάλθεις. Και Σε περίμενα. Σε περίμενα όπως η γή τον χειμώνα παγωμένη και έρημη πονεί και περιμένει. Είσαι Συ η άνοιξη κι έρχεσαι και προχωρείς αγάλια, αγάλια, μέσα στην ψυχή μου. Στο διάβα Σου ανοίγονται κι ανθούν κι ευωδιάζουν οι σκέψεις μου. Κάτω απο τα πόδια Σου φυτρώνει και χαμογελά το χρώμα της ελπίδας. Η αναπνοή Σου θερμή και παρηγορήτρα διαβαίνει απάνω απο την ψυχή μου και ξυπνούν απο τη νάρκη των ανέρωτων χειμώνων τα όνειρά μου και Σε βλέπουν χωρίς έκπληξη και Σου χαμογελούν. Τόξεραν πως θάλθεις. Κάποια πουλιά ανοίγουν μέσα μου τα μάτια των και ξετινάσσουν τα φτερά. Κι Εσύ χαμογελάς και προχωρείς αγάλια, αγάλια, βασίλισσα μέσα στην ψυχή μου.
Αγάλια, αγάλια, προχωρείς μέσα στην ψυχή μου με τηνπερηφάνεια των ρόδων και τον ίμερο των μεγάλων κισσών και τη σιωπηλήν επίκληση των ντροπαλών μενεξέδων. Κι ένα φιλί απέραντο ανατριχιάζει κι απλώνεται και τρέμει στο κορμί μου. Το νοιώθω – είσαι η Άνοιξη Εσύ, ώ γη, η μεγάλη και ακόλαστη μητέρα – που ανοίγει τις λαγόνες της και περιμένει.
10 Αυγούστου
Πηγαίνω κι έρχομαι σαν τρελλός μέσα στο ατελιέ μου. Οι γραμμές πάλιν οι εξωτικές και τα χρυσάνθεμα και οι σταγόνες των αιμάτων πετιούνται και οργιάζουν κάτω από το χέρι μου. Αδύνατον να εργασθώ. Τίποτε λογικό δεν μπορώ να συναρμόσω και να δημιουργήσω. Χθες άρχισα να ζωγραφίσω Εκείνη κι εσχεδίασα το κορμί της πεσμένο όπως προχθές την νύχτα – κι άμα ετελείωσα, είδα – είχα ζωγραφίσει ένα πελώριο κρίνο κομένο και ριμένο άσπλαχνα σ’ ένα παράξενο με μύριους ελιγμούς ποτάμι. Και σήμερα βλέπω – δεν είνε ποτάμι, αλλά ένας όφις πελώριος που τρέχει κάπου εκεί πέρα, με μύριους ελιγμούς, και κρατεί στο στόμα του ένα όμορφο πελώριο κρίνο.
11 Αυγούστου
[...........]
Τι έχω; Μα τίποτα αγάπη μου. Γιατί είμαι χλωμός; Θάναι από την κούραση και την αγάπη. Εκοιμώσουν κ’ ήμουν γερμένος και Σε κύτταζα και χαμογελούσα. Όχι, η φωνή μου δεν τρέμει… Γιατί να τρέμει αγάπη μου; Εκοιμώσουν και Σε κύτταζα κι άναβαν μέσα μου πόθοι παράξενοι, να σ’ αρπάξω με τα φτερά των ασμάτων μου και την παντοδυναμία των επιθυμιών μου και να πάμε αλλού, αγάπη μου, δεν ξέρω κι εγώ που … εκεί όπου αιώνια χαρά ανατέλλει μεσ’ από τ’ ακίνητα κι απόκρυφα νερά. Θα ξαπλωθούμε εκεί οι δυό μας αμίλητοι, όμορφοι, ευτυχισμένοι. Θα κολλήσω τα χείλη μου απάνω στα χείλη Σου και θάναι αιώνιο το φιλί και θάμαστε ξαπλωμένοι απάνω στο χώμα και οι νύχτες θα περνούν από πάνω μας και τα ρόδα θα μαδούνε και θα πέφτουνε τα φύλλα και το φιλί μας θάναι ασάλευτο, μεγάλο ωσάν την αιωνιότητα κι ωσάν τη νύχτα.
Εκοιμώσουν κι εσκορπούσα το τραγούδι της αγάπης μου απάνω στα βλέφαρά Σου και στα κλειστά Σου χείλη.
Ώ Πολυαγαπημένη! μην κλαίς η αγάπη μου είνε άγρια και έκφυλη μα είναι αιώνια.
24 Αυγούστου
Ώ να μην αγαπούσα τίποτε, να μη μισούσα τίποτε και να πήγαινα μακρυά από τους ανθρώπους και κοντά στα θεριά – πέρα στην έρημο. Κι εκεί μόνος με την ψυχή μου την αμέρωτη ν’ αντικρύσω τον ουρανό. Να δυναμώσω τη σκέψη μου με τη θέα της απέραντης ερήμου και να γενώ στοιχείο της καταιγίδας κι ένα φύσημα του σιμούν και να ενωθώ με το αμίλητο πνεύμα της ερήμου και να βαφτίσω βάφτισμα φωτιάς, την ψυχή μου στα χρώματα που οργιάζουν κάθε βράδυ κι ακολασταίνουν κάτω στη δύση.
Ώ να μην αγαπούσα τίποτε και να χόρταινα τη νοσταλγία τη μεγάλη που νοιώθει για την έρημο η ψυχή μου!
25 του Μάρτη
…….Κάθομαι και συλλογούμαι στον μαδημένο κήπο. Η νύχτα αρχίζει να χύνεται απάνω στα δένδρα. Στον ουρανό τ’ άστρα βάνουν αρχή ν’ ανοίγουν. Η χαρά πλειά πένθιμη τώρα εσταμάτησε στον λαιμό μου. Η θάλασσα από μακρυά τραγουδεί την ηδονή του θανάτου. Μυστηριώδης φλογέρα σέρνει στον ουρανό τα άστρα. Πάνω σ’ όλες τις κορφές απλώνεται η ηρεμία και τα φύλλα των δένδρων μιλούν αγάλι αγάλι….
Ώ Δύστυχη! Δύστυχη! Μ’ έρχεται να φύγω και να κρυφτώ στα βάθη των δασών και να ξαπλωθώ χαμαί στην γη και ν’ αφήσω τα δάκρυά μου να τρέξουνε, να τρέξουνε για Σένα, που Σου ήταν γραφτό να με γνωρίσεις!…
Εδώ τελείωνε το ημερολόγιο της καρδιάς του δυστυχή φίλου μου - του μεγάλου καλλιτέχνη. Γραμμένο άνω κάτω σε σκόρπια φύλλα με νευρικά ακανόνιστα γράμματα.
Ο υπηρέτης ήλθεν ένα πρωϊ τρομαγμένος και μου φώναξε να τρέξω στην έπαυλη του φίλου μου. Υπόπτευσα δυστύχημα γιατί εγνώριζα τον φίλο μου και την αγάπη του. Εσπάσαμε την πόρτα του δωματίου και μιά πνιχτική μυρωδιά λουλουδιών μας επερίχυσε. Άνοιξα γρήγορα τα παράθυρα και τις πόρτες.
Φοβερό θέαμα! Εκείνη είχε συρθεί ίσα με το παράθυρο για να τ’ ανοίξει φαίνεται. Τα λουλούδια στα πόδια της, κάτω από το παράθυρο ήσαν πατημένα, ζουλισμένα τα δάχτυλά της ήσαν ματωμένα – όλα έδειχναν πως επάλεψεν απελπισμένα η δύστυχη ν’ ανοίξει το παράθυρο και ν’ αναπνεύσει – μα εκείνος δεν την αφήκε.
Κι είχε πέσει χλωμή κι εξαντλημένη με μάτια μεγαλωμένα από τον τρόμον. Ένας σπασμός φρίκης και φόβου - και μίσους - παραμόρφωνε το όμορφο, το αγνό της πρόσωπο. Και το λιγερό της σώμα είχε ξαπλωθεί απελπισμένο και νεκρό απάνω στα λουλούδια. Εκείνος μ’ ένα ήρεμο χαμόγελο είχε ξαπλωθεί χαμαί στο πλάϊ κι είχε ρίξει τα χέρια του μ’ ένα κίνημα ανέκφραστο αγάπης γύρω στον λαιμό της.
Από πάνω των ήτο κρεμασμένη μιά αλλόκοτη εικόνα που έδειχνε τον θλιβερό δρόμο πούχε πάρει τελευταία η σκέψη του δυστυχή και μεγάλου καλλιτέχνη.
Μια μεγάλη έρημος κι ο ήλιος εβασίλευεν ολοκόκκινος κι αιμάτωνε τον ουρανό. Κι ένας όφις πελώριος ξετυλισσόταν κι έτρεχεν απάνω στην άμμο. Και στο στόμα του που έτρεχεν φαρμάκι κρατούσε κι εχαϊδευε κι εδάγκωνε ένα μικρό κάτασπρο και μαραμένο κρίνο.
Αποσπάσματα από το πρώτο βιβλίο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ "Όφις και Κρίνο", ένα παραλήρημα ερωτικού πάθους που οδηγεί στην παραφροσύνη και στο θάνατο.
Το δημοσίευσε το 1906 με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιβαρμή.
σημ. έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του συγγραφέα
artwork : Hero and Leander, William Ety (1827)
Fedra V.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου