Όταν είδε ο Πινόκιο τι σημαίνει να έχεις σάρκα
στεναχωρήθηκε μέχρι θανάτου.
Έψαχνε να βρει την νεράιδα να τον αλλάξει πίσω σε μαριονέτα.
Δεν τη βρήκε ποτέ.
Μαράζωσε το υπόλοιπο της ζωής του
μαθαίνοντας να πεινάει, να διψάει, να ερωτεύεται
μαράζωσε να σκέφτεται τη σαπίλα ενός τάφου που τον περιμένει.
Μόνη του παρηγοριά ήταν η ανάμνηση των ξύλινών του χρόνων
όταν περπατούσε χιλιόμετρα δίχως κούραση
και γνώρισε τις πολιτείες παρέα με τ' αλάνια τον Γάτο και τον Αλεπού
(κι ας του έπαιξαν άσχημο παιχνίδι)
όταν πηδούσε από ανομολόγητα ύψη (ήταν να σαν πετούσε)
και προσγειωνόταν δίχως πόνο, χαχανίζοντας.
Και το καλύτερο, όταν για ημέρες βολτάριζε
στον βυθό της θάλασσας,
σ΄έναν εξωγήινο κόσμο άφταστης ομορφιάς
δίχως να έχει την ανάγκη οξυγόνου.
Τι καλά που ήταν!
Ώρες ώρες σκεφτόταν να εκμεταλλευτεί
το ότι έτσι σάρκινος ίσως θα μπορούσε να αυτοκτονήσει.
Μα συνεχώς το ανέβαλλε.
Πέθανε γέρος αποκτώντας σιγά σιγά τις ίδιες γκρίνιες και παραξενιές
με τον Τσεπέτο
τις ίδιες συνήθειες που τελικά τον οδήγησαν
να φτιάξει και εκείνος το δικό του Ξύλινο Παιδί.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΥΡΙΚΟΣ-ΕΡΓΑΣ (από την τρίγλωσση ποιητική του συλλογή "Του Ψυχού")
Fedra V.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου