Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Ο μικρός Περσέας και οι Νεράιδες...



Κάθε που εκλείπτει το φεγγάρι, βγαίνουν οι νεράϊδες. Θά΄θελα νά΄ξερα ποιός φοβίζει τον κόσμο επί τόσα χρόνια πως βγαίνουν τα φαντάσματα!
Μέγα λάθος!
Λάθος κύριοι! Σας απατήσανε! Οι νεράϊδες βγαίνουν και μάλιστα οι πιό όμορφες απ΄αυτές.

Αέρινες, πελώριες με τα μαλλιά τους ίσαμε τη γη και τα χέρια τους να αγκαλιάζουν τους ονειροπαρμένους που η μοναξιά τους έχει γίνει έμμονη βραδινή παρέα.
Κολιτσίδα βρε παιδί μου, πως το λένε; Σάμπως φταίνε κι αυτοί; Μάλλον έτσι γεννήθηκαν. Θα είναι φαίνεται απ΄αυτές τις ιδιότητες που μας μαθαίναν στο σχολείο. Τις έμφυτες και τις επίκτητες. Κι άμα σου τύχει νά΄ναι έμφυτη ψάχνεις κατά μεσής του ολονυχτίου γιατί λάμπουν τ΄αστέρια τη νύχτα, γιατί τα μωρά έχουν τόσο γλυκιά όψη και γιατί τα ζουζούνια σου είναι τόσο απαραίτητα.
Κι άξαφνα σ΄αυτήν την τόοοσο βαθιά στοχαστική φάση, νά΄σου και χάνεσαι απ΄τη γη!
Μα ποιός με τραβάει; Εεε; Δεν ακούς; Σε σένα μιλάω. Ποιά είσαι; Πές μου γιατί θα βάλω τα κλάματα! (Τι θαρρείς! Τέτοια απειλή και δεν θα έπιανε; Χι, χι!)
Λοιπόν θα μου πείς; Και πριν προλάβω να τελειώσω την ερώτησή μου γυρίζει και με κοιτάει μ΄αυτά τα πανέμορφα μάτια της. Το κορμί της διαγραφόταν σχεδόν άυλο μέσα στο δαντελένιο φόρεμά της. Τα χέρια της άσπρα με τελείωμα τα κρινοδάχτυλά της. Το χαμόγελό της γλυκό όπως και η όψη της. Τα μαλλιά… μετάξι!
- Μη φοβάσαι, μου λέει. Έχω εντολή να σε φυγαδεύσω σήμερα το βράδυ. Υπάρχει λόγος. Θα καταλάβεις…
Τι μου λέει τώρα. Να καταλάβω τι; Και πριν προλάβω να τελειώσω την σκέψη μου νιώθω ένα βίαιο τράνταγμα. Το χέρι μου λίγο ακόμα και θα ξεκόλαγε. Χάθηκε μέσα στην παλάμη της. Ρίχνοντας μια ματιά προς τα κάτω βλέπω τη γη που χάνεται και μεις να πετάμε ανάμεσα στ΄αστέρια…
-Λοιπόν, θα μου πείς; λέει η νεράϊδα.
-Να σου πω τι; της απαντώ.
-Να μου πείς γιατί με φώναζες όλο το βράδυ.
-Δεν σε φώναζα, της απαντώ. Τ΄αστέρια κοίταζα και τους μιλούσα. Μα αυτά δεν μου απαντούσαν , ποιός ξέρει γιατί. Ίσως δε μ΄ακούγανε.
-Εγώ όμως σ΄άκουγα…Το σπίτι μου είναι ανάμεσα στ΄αστέρια και αυτά ερχόντουσαν κάθε τόσο και με παρότρυναν νά΄ρθω να σε βρω, να σε πάρω και να σε φιλοξενήσω μιά νύχτα στο βασίλειό μας. Θα δείς, θα σ΄αρέσει. Σε ξέρω από παιδί. Πάντα ρομαντικό κι ονειροπόλο.
Μαζί φτιάχναμε τα όνειρά σου μα εσύ δεν το ξέρεις. Νομίζεις πως τα φανταζόσουν από μόνο σου... Αυτό είναι το λάθος σας. Έμμονη ιδέα οτι είστε μόνοι σας. Τι θα κάνω εγώ με σας! Είμαι τόσο κοντά, σχεδόν δίπλα σας, σας χαϊδεύω το βράδυ, σας φιλώ, σας συνοδεύω την ημέρα μα εσείς δεν καταλαβαίνετε τίποτα! Μα τόσο μπουμπουνοκέφαλοι είστε τέλος πάντων;
-Ε, όχι και μπουμπουνοκέφαλοι, αντέδρασα εγώ. Απλά είναι πολύ δύσκολο να νιώσεις την παρουσία μιας νεράϊδας δίπλα σου. Πιό εύκολο είναι να την φανταστείς παρά να την νιώσεις. Εξάλλου εγώ με τ΄αστέρια έπαιζα καθώς άπλωνα τα χέρια μου και τα έκλεινα στις χούφτες μου. Με τ΄αστέρια γέλαγα καθώς τα γαργαλούσα με τα δάχτυλά μου.
-Ενα απ΄τα αστέρια, απάντησε η νεράϊδα, ήμουν κι εγώ…
Κοιταχτήκαμε κι οι δυό χωρίς να πούμε λέξη. Η γη από κάτω όλο κι απομακρυνόταν κι εγώ ένοιωθα όλο και πιό άυλο και χαρούμενο. Επιτέλους, σκέφτηκα, βρήκα μια φίλη… Μια καλή μου φίλη που δεν ήξερα ποτέ…
-Φτάσαμε! Είπε η νεράϊδα και μ΄έβγαλε ξάφνου απ΄τις σκέψεις μου. Πού φτάσαμε; Την ρωτώ όλο απορία. Εγώ δεν βλέπω τίποτα. Μόνο αστέρια και της νύχτας το βαθύ μπλε.
-Κοίτα προσεκτικότερα, μου απαντά.
Πράγματι. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα ένα χρυσό πόμολο να βρίσκεται πάνω σε μιά μικρή πορτούλα μπροστά μας.
-Αντε λοιπόν, τι κάθεσαι! Άνοιξέ την! Άνοιξέ την καλό μου παιδί. Μη φοβάσαι!
-Τι να φοβηθώ; Εγώ δεν φοβήθηκα που πέταγα μίλια μακριά απ ΄τη γη, τώρα θα φοβηθώ; Τώρα που αισθάνομαι την σιγουριά του χεριού της κι όλων αυτών που μου είπε…
-Τι είναι εδώ; Το σπίτι σου;
-Ανοιξε. Εδώ είναι το απανέμι σου. Εδώ είναι η καρδιά μου… Και λέγοντάς μου αυτά δίνω μια και ω! ω! ω!. Τι να πρωτοπεριγράψω! Φως! Παντού φως και αστέρια!
Αυτά που κοίταγα κάθε βράδυ και έπαιζα μαζί τους, μας περίμεναν με ένα πλατύ χαμόγελο.
-Αργήσατε, είπε το πιό αστραφτερό απ΄αυτά. Αργήσατε και ανησυχήσαμε μήπως δεν ερχόσασταν και μέναμε Χριστούγεννα μόνα μας. Σας περιμέναμε με αγωνία. Μέχρι να΄ρθείτε ετοιμάσαμε τα φιλέματά μας και κάνοντας έτσι το χέρι του έδειξε προς το τραπέζι.
Πω, πω! Και τι δεν έχει πάνω! Γλυκά, σοκολάτες, καραμέλες και ένα σωρό άλλες λιχουδιές απλωμένα όλα πάνω του. Παντού χυμένη αστερόσκονη. Όλα λαμπύριζαν και μοσχοβολούσαν. Άλλη μιά έκπληξη με περίμενε απόψε. Άλλη μιά έκπληξη που δεν περίμενα ποτέ…
- Ήρθε η στιγμή να σ΄αφήσω απ΄το χέρι είπε η νεράϊδα και μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου είχε εξαφανισθεί.
-Ε, ε! Φώναξα. Μη μ΄αφήνεις πάλι μόνο μου. Σε παρακαλώ!!!
-Θα γυρίσω, μου απάντησε. Παίξε με τ΄αστέρια. Αυτό δεν ήθελες πάντα; Εξάλλου μην ξεχνάς. Είσαι στο σπίτι μου, στ΄απανέμι σου, στην καρδιά μου. Σ΄αγαπώ πολύ, μην το ξεχνάς...
Σάγαπώ πολύ! Πούφ! Τι σόι αγάπη είν΄αυτή να μ΄αφήνει ολομόναχο μες στη νύχτα παρέα με αγνώστους. Βέβαια θα μου πεις όχι ολοσδιόλου άγνωστοι. Τους ξέρω από παιδί. Κάθε βράδυ τα κοίταγα, τα μετρούσα, τους μιλούσα… μα από τόσο κοντά πρώτη μου φορά τα βλέπω!
-Κάθησε, πετάχτηκε ένα μεγάλο αστέρι. Έχουμε εντολή να σε περιποιηθούμε έως ότου επιστρέψει η νεράϊδα.
-Μα εγώ θέλω την φίλη μου, του απάντησα.
-Και εμείς φίλοι σου είμαστε. Θα δεις. Θα περάσουμε υπέροχα. Θα χορέψουμε, θα τραγουδήσουμε, θα φάμε γλυκά και όταν κουραστούμε με το φως της ημέρας θα πάμε να κοιμηθούμε στα κρεβατάκια μας. Νά τα!
Τα βλέπεις; Αυτά που μοιάζουν σαν χρυσές πεπονόφλουδες κρεμασμένες από κίτρινες κλωστές στον ουρανό. Είναι μέσα στη χρυσόσκονη. Η χρυσόσκονη βοηθάει να κοιμηθείς γλυκύτερα. Τέλως πάντων. Το γλέντι αρχίζει αδέρφια μου. Ποιό αστέρι θά΄ρθει να ξεκινήσουμε το χορό;
-Εγώ, εγώ!
-Όχι εγώ! Εγώ τό΄πα πρώτο.
-Ησυχάστε μικρούλια μου. Ούτως ή άλλως θα χορέψουμε όλα μαζί. Περσέα, έλα εδώ, είπε καθώς έγνεψε σ΄ένα απ΄αυτά. Πάρε το παιδί και δείξε του πως διασκεδάζουμε εμείς εδώ πάνω έως ότου έρθει το πρωί. Θέλω να το κάνεις να περάσει μια όμορφη και αξέχαστη βραδιά.
-Εντάξει θείε, απάντησε αυτό.
-Έλα, είπε γυρνώντας προς το μέρος μου. Έλα να σου δείξω πως χορεύει ένα αστέρι. Εσείς όταν ένα αστέρι δείχνει να χάνεται στον ουρανό αφήνοντας την χρυσή τροχιά του πίσω, νομίζετε πως πέφτει και χάνεται στο σύμπαν. Δεν είναι όμως έτσι. Εκείνη την στιγμή κάνει την πιρουέτα του στο χορό που στήνουμε κάθε βράδυ. Κακώς το λέτε πεφταστέρι, γιατί δεν είναι έτσι. Απλά χορεύει μόνο του. Λικνίζεται μες στη νύχτα και χάνεσαι στο ρυθμό του.
Και λέγοντας όλ΄αυτά με τραβάει βίαια λέγοντας :
–Τι κάθεσαι και με κοιτάς μ΄ανοιχτό το στόμα; Χα, χα, χα! Ξέρεις τι ύφος έχεις πάρει; Πλάκα έχεις ! Έλα. Η μουσική αρχίζει!
Η μουσική αρχίζει, σκέφτηκα. Μάλλον έπρεπε να πει η μαγεία αρχίζει γιατί αυτό που ζω πιό πολύ μοιάζει με μαγικό παρά με αληθινό. Μα αλήθεια, που πήγε η νεράϊδα μου; Εγώ θέλω την νεράϊδα μου, άρχισα να φωνάζω. Θέλω να μου την φέρεται εδώ και τώρα. Θέλω την φίλη μου να με πιάσει απ΄το χέρι.
-Έλα μωρέ διασκέδασε! Δε σού είπαμε; Έχουμε εντολή να περάσεις αξέχαστα. Άκου!...
«Τ΄αστέρι πού΄ναι φίλος μου με παίρνει στα δρομάκια του με τριγυρνάει σε ρεματιές μου λέει τα μεράκια του…»
Ντριν, ντριν, ντριν…
Αυτό το τραγούδι κάπου το ξέρω σκέφτηκα. Μάλλον όχι την μουσική αλλά τους στίχους. Ναι, ναι. Είμαι βέβαιη 1000% ότι τους στίχους τους έχω ξανακούσει.
-Τι σκέφτεσαι; Με ρώτησε ο Περσέας όλο απορία.
-Να... Έχω την εντύπωση ότι τα λόγια αυτού του τραγουδιού τά΄χω ξανακούσει.
-Μα και βέβαια τά΄χεις ξανακούσει. Αφού τά΄χεις γράψει εσύ.
Χριστέ μου, σκέφτηκα. Έχει δίκιο! Ώστε με παρατηρούν όταν γράφω τους στίχους μου και γω που νόμιζα οτι τους κρατούσα κρυφούς.
-Έλα!, φώναξε ο Περσέας. ‘Ελα να χορέψουμε!
Και πριν καλά-καλά το σκεφτώ με τράβηξε κοντά του και ξεκινήσαμε έναν τρελό χορό που κράτησε μέχρι το πρωί, σκασμένοι και οι δύο από τα γέλια και χορτασμένοι απ΄τις υπέροχες λιχουδιές.
-Νυστάζω, Περσέα. Νομίζω οτι ήρθε η ώρα να πάω να κοιμηθώ. Μου κλείνουν τα μάτια.
-Έλα να σου δείξω το κρεβατάκι σου. Θ΄ανέβουμε αυτήν την σκάλα και μετά θα στρίψεις δεξιά. Η πρώτη πόρτα που θα δείς γράφει τ΄όνομά σου. Σπρώξε την και μπες. Εντάξει;
- Εντάξει, του απάντησα και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε την χρυσή σκάλα που λαμπύριζε μες στην νύχτα και ήταν αδύνατο να μην την προσέξεις.
-Περσέα;
-Έλα;
-Πάντα έτσι γλεντάνε κάθε βράδυ;
-Έτσι.
-Και πάντα έτσι τρώτε και χορεύετε;
-Έτσι, απάντησε ο Περσέας.
-Δηλαδή, ξαναρώτησα, την ώρα που είμαι ξάγρυπνο και σκέφτομαι και γράφω και σας κοιτώ από τη γη, εσείς γλεντάτε χωρίς να τό΄χουμε πάρει χαμπάρι εμείς;
-Ακριβώς, απάντησε ο Περσέας. Τώρα όμως άφησε όλες αυτές τις σκέψεις και κοίτα να ξεκουραστείς. Όπως βλέπεις χωρίς να το καταλάβουμε με την κουβέντα φτάσαμε στον προορισμό μας. Να το δωμάτιό σου. Καληνύχτα, καλό ξημέρωμα.
- Πάλι μόνο μου θα μείνω; Του φώναξα καθώς κατέβαινε την σκάλα. Όλο μόνο μου μ΄αφήνετε. Βαρέθηκα να σας ακούω. Με πιάνετε απ΄το χέρι και γω σας ακολουθώ σαν υπνωτισμένο χωρίς να ξέρω που με πάτε. Τέλος πάντων. Νομίζω μού΄χε πει να στρίψω δεξιά και να μπω στην πρώτη πόρτα.
Α! Αυτή θα΄ναι λοιπόν! Περίεργο... Το πόμολό της είναι ίδιο με το πόμολο της πρώτης πόρτας που άνοιξα μαζί με την νεράϊδα. Αλήθεια, που εξαφανίσθηκε κι αυτή; Τι θα κάνω τώρα; Που θα πάω; Πως θα κοιμηθώ σ ένα ξένο τόπο και μάλιστα μόνη μου; Α πα πα! Δεν μπαίνω. Εδώ θα κάτσω να την περιμένω.
- Ε! ε! ε! Αστέριααα! Έχω θυμώσει πείτε της. Μ΄άφησε μόνο μου. Ακούτεεε; Μόνο μου.
Σνιφ. Ώρα είναι να πατήσω τα κλάματα. Σνιφ. Και είπε οτι με αγαπάει πολύ. Σνιφ. Εγώ εδώ θα κάτσω απ΄έξω. Μέσα δεν μπαίνω. Ακούτε; Ποτέ!!! Εδώ, εδώ θα κάτσω, εδώ μέχρι το πρωί και ούτε θα κοιμηθώ, ούτε θα φωνάξω τ΄αστέρια, ούτε την νεράϊδα, ούτε θα της ξαναμιλήσω… ούτε αααχ! ….. ούτε ααααχ! ….. ού…..τε…. χρρρρρρ….. χρρρ…. Χρρρρρρρρ.
-Χμ! Καλό μου παιδί. Σε πήρε ο ύπνος περιμένοντάς με. Σ΄αγαπώ πολύ... και λέγοντας αυτά η νεράϊδα το πήρε στην ευωδιαστή αγκαλιά της δίνοντάς του ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο κι άλλο ένα στο μέτωπο. Κι όπως ήταν κοιμισμένο, το έβαλε στο κρεβατάκι του και αυτή ξάπλωσε δίπλα του και το πρόσεχε όλη νύχτα. Κοίταγε τα ματάκια του που είχαν κλείσει βαριά απ΄την κόπωση του γλεντιού, κοίταγε τα χειλάκια του που χαράζαν ένα χαμόγελο στο πλάι, κοίταγε τα φρυδάκια του που είχαν μείνει σε σχήμα απορίας.
-Μα γιατί απορούν άραγε; Σκέφτηκε η νεράϊδα. Όλη τη νύχτα πρέπει να πέρασε υπέροχα. Το έφερα εδώ όπου ήθελε πάντα. Στ΄αστέρια, στους φίλους του. Ή μήπως η έκφραση των φρυδιών δεν είναι έκφραση απορίας αλλά θυμού. Κι άν είναι θυμού, γιατί νά΄ναι θυμωμένο; Μπας και τσακώθηκε με κανένα αστέρι; Μπας… Μπας…Μπας και είναι θυμωμένο μαζί μου που το άφησα κι έφυγα; Αλλά πάντα αυτό δεν ήθελε; Μια βραδιά στ΄αστέρια; Αναρωτήθηκε η νεράϊδα.
- Καλό μου παιδί, σ΄αγαπάω πολύ, είπε και κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό της τόσο καφτό που πέφτοντας πάνω στο κοιμισμένο παιδί το τρόμαξε και ξύπνησε.
-Νεράϊδα! Νεράϊδα μου! Άρχισε να φωνάζει αυτό από χαρά.
-Μωρό μου… αποκρίθηκε αυτή.
-Νεράϊδα μου γύρισες! Γύρισες! Μη ξαναφύγεις! Σε παρακαλώ μη με ξαναφήσεις μόνο μου. Σ΄αγαπώ πολύ…
-Κι εγώ σ΄αγαπώ πολύ, του απάντησε αυτή κι ένα δεύτερο δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Δάκρυ χαράς που βρήκε ένα φίλο. Ίσως τον μοναδικό της για όλη τη ζωή της…



Μαίρη Πέστροβα


Fedra V.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου