ΗΡΘΕ για να μιλήσει ένα ιδιωτικό λόγο που να ανήκει. Σαν από φωνές πουλιών και ήχους του δάσους. Να ειπωθεί παρατεταμένος. Με δύσμορφα σύμφωνα ουρλιαχτά. Και ως επιστέγασμα. Ήθελε να είναι ιδιοκτήτης των λέξεων που με φιλευσπλαχνία, τις αφήνει να γράφονται από κάτω σαν μόνες τους. Και τις επιβλέπει. Και επιτρέπει ως δημιουργός τους να αρθούν υπεράνω του και να αναγγείλουν.
Μιλά τον προορισμένο από άλλους, τον
καταδικασμένο, κοινόχρηστο λόγο. Της αδύνατης αναπνοής. Σημαδεμένος από τον
ήλιο των λέξεων, θέλει με το έγκαυμά τους να προχωρήσει. Και να περάσει επάνω.
Γιατί λόγος είναι όταν οι λέξεις σε
σκάβουν και μπορείς να αλλάξεις την ανθρώπινη σημασία τους. Και όταν η σιωπή
δείχνει φως, όπως σε εκείνη την παλιά γυναίκα που μύριζε άλυτα ποιήματα και
προσπάθησε όχι να ενώσει.
Με τον πόνο που πονούν οι λέξεις θα τις
χρήσει να λεηλατούν. Θέλει να τις απαλλάξει από το ατελέσφορό τους και ό,τι
άλλο το όνομά τους προσδιορίζει ως μοίρα τετελεσμένη. Γι αυτό θα τις αφήσει να
γράφονται. Οδηγημένες απ’ τον εαυτό τους – όμως κατ’ εντολήν του.
Αυτές οι νέες λέξεις είναι το μέλλον που
θα προηγηθεί του ανθρώπου. Αυτού του νέου ανθρώπου που έρχεται από το τέλος του
ανθρώπου. Και θα είναι αποκλειστικές σαν δέρμα. Να εξαγγείλουν την έλευσή τους
μαζί, με τον τρόπο που κάνουν οι κήρυκες.
Οικειώθηκε το άρρητο γιατί ορκίστηκε σε
άγνωστο χρέος και τον τραβά. Δεν έχω άλλο κόσμο, είπε. Και ήταν αμίλητος.
Επειδή είχαν μιληθεί όλα μέσα του με μια ευκολία που περίσσευε. Και ήταν
λυπημένος επειδή ήθελε να γράψει τον εαυτό του, αλλά όχι με τα γερασμένα μέσα
των άλλων.
Σχεδόν σφαγμένος από αξιοπρέπεια. Να
περιμένει τις λέξεις να τον φιλήσουν και ποτέ. Ποτέ άλλοτε τέτοια ζωή δεν είχε
πάρει το μελανό χρώμα των λέξεων. Που σαν φακίδες είχαν στολίσει το πρόσωπό
του. Και ήταν σημαίες ερημικές που βασίλευαν πια και έλεγαν τίποτε.
Τέτοια όχι ζωή ήθελε να αντικαταστήσει.
Τέτοιες όχι λέξεις χωρίς αίμα να τελειώσουν να σημαίνουν αυτά που έχει να πει.
Και είναι τίποτε γιατί μόνον από το τίποτε γίνεται να γεννηθεί το όλον.
Άνοιξε το παράθυρο να φυσήξει τις νέες
λέξεις να κρυώσουν και να κολλήσουν επάνω του. Καταιγισμένος. Επειδή εχθρός του
ανθρώπου και του προορισμού του ανθρώπου είναι ο λόγος που δεν ανήκει. Από κάτω
σαν ξηλωμένα κουμπιά οι παλιές, όχι ακόμη, έλεγαν, και ήταν από φως μαραμένες.
Σαν καμένες φωτογραφίες αυτού που παρήλθε.
Με αυτές τις κρεμαστές λέξεις θα βάλει
στον κόσμο μια αρχή. Να μπει από κάτω με όλο εκείνο το βάθος που βλέπει. Και να
δει το κενό που άφησε το νόημα φεύγοντας.
Σαν καθαρισμένο από τη χρήση. Άσπαστο και
ευοίωνο να κυλάει προς μια άγνωστη ευτυχία.
Με ό,τι υπολείπεται.
από το βιβλίο “Πιο νύχτα δεν γίνεται”
Fedra V.
Fedra V.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου