Το
«ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΑΛΟΝΙ ΤΟΥ» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Βασίλη
Διαμαντόπουλο σ’ ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας, που έδωσε τον Οκτώβρη του 1957 στο
«θέατρο Τέχνης», μαζί με τρία άλλα μονόπρακτα - τις «Βλαβερές συνέπειες του
καπνού» του Τσέχωφ, τον «Άνθρωπο με το λουλούδι στο στόμα» του Πιραντέλλο και
τη «Μυστική ζωή του Γουώλτερ Μίττυ» (διασκευή του Ι. Καμπανέλλη από το ομώνυμο
διήγημα του Θάρμπερ).
Το μονόπρακτο αυτό είναι ένας μονόλογος. Ένας μονόλογος, όμως, που ουσιαστικά είναι διάλογος: η σύγκρουση ενός αδύναμου άνθρωπου με το ανελέητο περιβάλλον του.
Τελματωμένες οι ελπίδες, γελασμένα τα όνειρα, απροσπέλαστος ο έρωτας κι’ η στέρηση, η μοναξιά, η κοινωνική καταπίεση κι’ εκμετάλλευση… Η συνείδησή του ασφυκτιά. «Αν μπορούσα θάφευγα πρώτος», μας εξομολογείται. Αλλά δεν πρόκειται να φύγει. Άλλωστε, σ’ όλη του τη ζωή πάντοτε «ήθελε», μα ποτέ δεν «μπόρεσε»…
Δωμάτιο εργένη πού το χαρακτηρίζει το κουρασμένο μικροαστικό γούστο.
Αριστερά η πόρτα εισόδου. Στο κέντρο του μεταξύ πόρτας και προσκήνιου τοίχου, ένα παληό κομοδίνο. Απ’ την άλλη μεριά της πόρτας, στή γωνιά σχεδόν, ένα λαβομάνο, και πλάι ένα χαμηλό ντουλάπι με το κάλυμμα φορτωμένο κουζινικά.
Στον τοίχο του βάθους, όχι μακρυά απ’ τη γωνία, ένα παράθυρο που βλέπει σε αυλή. Φτηνές κουρτίνες το πλαισιώνουν. Κοντά στο παράθυρο ένα ντουλάπι του τοίχου.
Δεξιά ένα κρεββάτι και πλάι στο προσκέφαλο ένα τραπεζάκι με μικρό ραδιόφωνο.
Στη μέση του δωματίου, στρογγυλό τραπέζι με χοντρό σκαλιστό ποδαρικό. Καρέκλα στ’ αριστερά του τραπεζιού και μια δεύτερη πίσω.
Αυτός πού μένει στό δωμάτιο μόλις γυρίζει απ’ τη δουλειά του. Μπαίνει μονόπαντα κοιτάζοντας προς τα έξω. Στέκει στην ανοιχτή πόρτα και μουρμουρίζει.
Αριστερά η πόρτα εισόδου. Στο κέντρο του μεταξύ πόρτας και προσκήνιου τοίχου, ένα παληό κομοδίνο. Απ’ την άλλη μεριά της πόρτας, στή γωνιά σχεδόν, ένα λαβομάνο, και πλάι ένα χαμηλό ντουλάπι με το κάλυμμα φορτωμένο κουζινικά.
Στον τοίχο του βάθους, όχι μακρυά απ’ τη γωνία, ένα παράθυρο που βλέπει σε αυλή. Φτηνές κουρτίνες το πλαισιώνουν. Κοντά στο παράθυρο ένα ντουλάπι του τοίχου.
Δεξιά ένα κρεββάτι και πλάι στο προσκέφαλο ένα τραπεζάκι με μικρό ραδιόφωνο.
Στη μέση του δωματίου, στρογγυλό τραπέζι με χοντρό σκαλιστό ποδαρικό. Καρέκλα στ’ αριστερά του τραπεζιού και μια δεύτερη πίσω.
Αυτός πού μένει στό δωμάτιο μόλις γυρίζει απ’ τη δουλειά του. Μπαίνει μονόπαντα κοιτάζοντας προς τα έξω. Στέκει στην ανοιχτή πόρτα και μουρμουρίζει.
ΑΥΤΟΣ: Ψί ψί ψί έλα φιψίνι, έλα… ψί ψί ψί φιψινάκι έλα… έλα μέσα… ψί ψί ψί…
(Μένει για λίγο στραμμένος προς τα έξω κι’ ύστερα κλείνει την πόρτα. Σφυρίζοντας ένα λαϊκό σκοπό βγάζει το σακκάκι του, ενώ ταυτόχρονα προσέχει ένα χαρτί, πού έριξαν κάτω απ’ την πόρτα. Με το σακκάκι, πού έβγαλε, περασμένο στο μπράτσο σκύβει, σηκώνει το χαρτί και διαβάζει).
ΑΥΤΟΣ: Στο νέον της κομμωτήριον η μαντάμ Σούσυ…
(Κουβαριάζει το χαρτί και
το πετά τσαντισμένος).
ΑΥΤΟΣ: Αει στο διάολο, τι με νοιάζει έμενα η μαντάμ Σούσυ….
(Σα να νιώθει
στεναχώρια. Στρέφει προς το παράθυρο, πάει και το ανοίγει. Έξω ακούγονται δυο
γυναίκες να κουβεντιάζουν. Κάπου - κάπου ακούγεται κι’ ένα κλάμα μωρού. Στέκει
παράμερα στο παράθυρο και κοιτάζει έξω με την προσοχή τελείως παρμένη. Οι
γυναίκες λένε) :
Α. ΓΥΝ: Σοφία δός μου το μωρό σου…
Β. ΓΥΝ: Μη τώρα, μη τώρα.
Α. ΓΥΝ: Δός μου να το κρατήσω μια στάλα.
Β. ΓΥΝ: Όχι, όχι δε σε ξέρει, θα κλαίει.
Α. ΓΥΝ: Λίγο θα το κρατήσω, να χαρείς δός μου το.
Β. ΓΥΝ: Άλλη ώρα, άλλη ώρα.. Τώρα πρέπει να το ταΐσω.
(Τον είδαν απ’ την αυλή και τραβιέται προς τα μέσα κάνοντας τον αδιάφορο. Θυμάται πώς κρατά το σακκάκι του, πλησιάζει στο ντουλάπι του τοίχου, το ανοίγει, παίρνει μια κρεμάστρα, τακτοποιεί με προσοχή το σακκάκι και το κρεμά μέσα στο ντουλάπι. Ύστερα παίρνει από κει ένα παληό πανταλόνι κι’ αρχίζει να βγάζει αυτό πού φορά. Καθώς ξεπερνά το ένα πατζάκι, κερώνει από κάτι πού είδε. Βγάζει και το άλλο πατζάκι, και σηκώνοντας το πανταλόνι κοιτάζει ένα μεγάλο σκίσιμο στα πισινά).
ΑΥΤΟΣ: Πώς διάολο… Τώρα; Τι θα βάλω αύριο εγώ; Μου λες σε παρακαλώ τι θα βάλω αύριο;
(Φώναξε πολύ, ήρθε στη μέση του δωματίου. Ξαφνικά γυρίζει ανήσυχος προς το παράθυρο. Σκεπάζεται μπροστά με το πανταλόνι και πάει απ’ το πλάι στο παράθυρο για να το κλείσει. Αλλά μόλις πιάνει το ανοιχτό φύλλο η φωνή της Β. Γυναίκας τον σταματά) .
Β. ΓΥΝ: Ου ου ου να ο λύκος στο παράθυρο. Φάε μωρό μου, φάε…
ΑΥΤΟΣ: Ορίστε;
Β. ΓΥΝ: Κάντε του λίγο το λύκο για να φάει… Έλα, μωρό μου, άνοιχ’ το στοματάκι σου. Ήρθε ο λύκος… Τον βλέπεις;
ΑΥΤΟΣ: Ου ου ου ου…
Β. ΓΥΝ: Το κακό παιδί, μόνο έτσι τρώει το φαγάκι του.
(Αυτός αφαιρείται
από άλλες σκέψεις. η γυναίκα έξω του αρέσει.
Συνεπαίρνεται από δικές του
καταστάσεις) .
Β. ΓΥΝ: Θάρθει κι’ ο μπαμπάς… και θα του πούμε ότι φάγαμε όλη την κρεμούλα, όλη. Και θα χαρεί πολύ ο μπαμπάς.
(Γλυκερά αλλά στ’
αλήθεια πικρά).
ΑΥΤΟΣ: Αμέ… θα χαρεί πολύ ο μπαμπάς.
Β. ΓΥΝ: Αγριέψτε του πάλι λιγάκι…
ΑΥΤΟΣ: Ου ου ου ου… θα σε φάωωωω…
Β. ΓΥΝ: Πώ, πώ, πώ… θα μας φάει ο κύριος… Άνοιξε γρήγορα το στοματάκι σου.
ΑΥΤΟΣ: Αμέ… θα χαρεί πολύ ο μπαμπάς.
Β. ΓΥΝ: Αγριέψτε του πάλι λιγάκι…
ΑΥΤΟΣ: Ου ου ου ου… θα σε φάωωωω…
Β. ΓΥΝ: Πώ, πώ, πώ… θα μας φάει ο κύριος… Άνοιξε γρήγορα το στοματάκι σου.
(Κλείνει διακριτικά το παράθυρο κάνοντας μια τελευταία γκριμάτσα του «λύκου» πίσω απ’ τα τζάμια. Τραβά τις κουρτίνες, ρίχνει το σκισμένο πανταλόνι στον ώμο κι’ αρχίζει να φορά το άλλο).
ΑΥΤΟΣ: Άλλοι κάνουνε παιδιά εγώ τα ταΐζω… Βιολί είν’ αυτό; Ή δηλαδή μπορώ τώρα εγώ να… Έπρεπε νάχα έναν άνθρωπο… Ξέρω γω τώρα να κάθομαι να ράβω;…
(Πάει στο
σκρίνιο, ανοίγει το πάνω συρτάρι και παίρνει από μέσα ένα κουτί. Έρχεται προς
το τραπέζι μουρμουρίζοντας).
ΑΥΤΟΣ: Ράφτης είμαι γω, μοδίστρα είμαι;… Τι είμαι;… Λογιστής είμαι…
(Κάθεται στην καρέκλα, αφήνει το κουτί στο τραπέζι, το ανοίγει κι’ αρχίζει να βγάζει από μέσα κομμάτια πανιά, βελόνα, κλωστή… Βολεύει στο γόνατο του τη σκισμένη μεριά του παντελονιού και προσπαθεί να ταιριάξει ένα μπάλωμα. Αρχίζει να μουρμουρά τις σκέψεις του).
ΑΥΤΟΣ: Μα ήσουνα τόσο πολύ γεροντάκι, για μου φαινόσουνα έτσι, επειδή ήμουνα τόσος δα;… Μπάρμπα -Μανούσο μούπε η μαμά μου να μου δώσεις δύο οτρές κορδονέττο να ράψει κουμπιά. Όχι, δεν το θέλω γι’ αγκύστρι… Νά ρώτα τη…
(Προσπαθώντας να
θυμηθεί το σκοπό και τα λόγια τραγουδά).
«Μανούσο τα γυαλάκια σου, τα ξεχαρβαλιασμένα, Στην Πόλη για στη Βενετιά…».
(Σταματά σα να μη θυμάται παραπάνω).
Γκρούντσου, γκρούντσου,
γκρούντσου, όλη μέρα στη ραφτομηχανή του
ποδαριού… Ένας είναι ο Μανούσος. Ειδικότης στα γαμπρικά… Άσε τώρα τα γαμπρικά, με το βρακί μου τι γίνεται;… Έλα
και τώρα μπάρμπα - Μανούσο, κοίτα, μου άνοιξε το πανταλόνι μου… μπάλωσέ μου το…
Είδες εγώ σε θυμήθηκα… Και νάξερες από που έρχομαι… Από μακρυά… Από πολύ
μακρυά… από εκατό πανταλονιώ δρόμο… Κι’ ήρθα σε σένα… Σε προτίμησα… Θυμάσαι
πουρχόμουνα και σούπαιρνα κορδονέττο να κάνω καλαμίδι; Και σούλεγα ψέματα πώς
το θέλει η μάνα μου; Ωραία χρόνια έ;… ωραία χρόνια… Λάδι η θάλασσα… ο Παντελής
κι’ ο Σάββας βγήκανε στη Στελίδα για λαυράκια… Γκρούντσου, γκρούντσου,
γκρούντσου. Και δεν έμαθα ποτέ… Ζει; Πέθανε; Τι αναιστησία να μη ρωτήσω ποτέ…
Άλλα μήπως ρώτησα γι’ άλλους;… Πρέπει να ρωτήσω… Πρέπει να κοιτάξω αύριο να
μάθω… «Μανούσο τα γυαλάκια σου τα ξεχαρβαλιασμένα…».
(Τώρα προσπαθεί να περάσει την κλωστή στη βελόνα) .
Έλα κούκλα μου, πέρασε… Πέρασε μέσα στη βελόνα να δεις τι ωραία πού είναι… Πάλι στράβωσες… Καλά, μη θυμώνεις, εγώ φταίω… Δε σε είχα στρείψει καλά… Άμα έχω άδικο το λέω, εγώ είμαι δίκαιος άνθρωπος.. Έλα τώρα… Έλα μπράβο να ράψουμε το καλό μας το πανταλονάκι, να μπορούμε να πάμε στη δουλίτσα μας αύριο… να βγάλουμε το ψωμάκι μας…
(Πάλι δε τα καταφέρνει).
Μα γιατί είσαι σαχλή, έ; Γιατί δε θες να περάσεις;
Αφού αυτή είναι η δουλειά σου, να περνάς μέσα απ’ την τρύπα της βελόνας… Ούτε η πρώτη φορά είναι. ούτε η δεύτερη, ούτε η χιλιοστή… Έλα να σε χαρώ… μη με παιδεύεις, δεν είναι ώρα γι’ αστεία… Δες η βελόνα τι καλό κοριτσάκι πού είναι και σ’ αγαπάει… (Η κλωστή δεν περνά).
Μα δε μου λες τρελλάθηκες ή μου κάνεις την έξυπνη;… Αφού περνάς από δω μέσα από καταβολής κόσμου, αφού τα πάτε μια χαρά με τη βελόνα, τι σούρθε τώρα και θα κάνεις του κεφαλιού σου; Και τι θα γίνει μάτια μου, αν ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει;… θες νάχουμε φασαρίες με την αστυνομία;… Ε, ά σιχτίρ για κλωστή…
Αφού αυτή είναι η δουλειά σου, να περνάς μέσα απ’ την τρύπα της βελόνας… Ούτε η πρώτη φορά είναι. ούτε η δεύτερη, ούτε η χιλιοστή… Έλα να σε χαρώ… μη με παιδεύεις, δεν είναι ώρα γι’ αστεία… Δες η βελόνα τι καλό κοριτσάκι πού είναι και σ’ αγαπάει… (Η κλωστή δεν περνά).
Μα δε μου λες τρελλάθηκες ή μου κάνεις την έξυπνη;… Αφού περνάς από δω μέσα από καταβολής κόσμου, αφού τα πάτε μια χαρά με τη βελόνα, τι σούρθε τώρα και θα κάνεις του κεφαλιού σου; Και τι θα γίνει μάτια μου, αν ο καθένας κάνει ό,τι του κατέβει;… θες νάχουμε φασαρίες με την αστυνομία;… Ε, ά σιχτίρ για κλωστή…
(Τη δαγκάνει πάλι στην άκρη έξω φρενών, φτύνει, την ξαναστρίβει, και προσπαθεί πάλι να την περάσει. Τώρα, όμως, προσέχει τα χέρια του και λέει) :
ΑΥΤΟΣ: η βελόνα τρέμει… Άσε τις τρίχες… ποιος την κρατά τη βελόνα, ο γείτονας;… Γέρασες το ξέρεις;… Και δεν πάει να μου λες ό,τι θέλεις… Και κάτι δάχτυλα… Σα στραβοκαμωμένα λουκάνικα… Μα στο θεό σου, δάχτυλα είν’ αυτά;… Σάμπως τα πόδια σου… (Γελά πνιχτά ένα πικρό γέλιο). Πιο σιγά μας ακούει κι’ ο κόσμος…
(Σηκώνεται, πάει στέκεται απέναντι στον
καθρέφτη πούναι πάνω από το λαβομάνο και λέει κοιτάζοντας το πρόσωπό
του).
ΑΥΤΟΣ: Καλύτερα σώπαινε… ορισμένα πράματα πρέπει να μείνουμε μεταξύ μας.
ΑΥΤΟΣ: Καλύτερα σώπαινε… ορισμένα πράματα πρέπει να μείνουμε μεταξύ μας.
(Προσέχει μ’ ένα γύρω τα γνώριμα πράματα, σα να τα βλέπει πρώτη φορά.).
ΑΥΤΟΣ: Αμ’ αυτά όλα… ήτανε δώ και χτες και προχτές… Πόρτα; Παρούσα. Λαβομάνο; Παρόν. Σκρίνιο; Παρόν. Ντουλάπι; Παρόν. Κρεββάτι; Παρόν. Ραδιόφωνο; Παρόν. Τραπέζι; Παρόν. Πρώτη καρέκλα; Παρούσα. Δεύτερη καρέκλα; Παρούσα… Μαζί σας ήμουνα πάντα ειλικρινής και θάμαι και τώρα… η κατάσταση εδώ μέσα έχει γίνει αφόρητη και καλά είναι να ξεδιαλύνουμε τα πράματα μιας εξαρχής… Όποιος θέλει να φύγει είναι ελεύθερος… Ας πάρει τα μπογαλάκια του κι’ ώρα του καλή… Δεν κρατώ κανένα διά της βίας… η πόρτα είναι ανοιχτή… Ένα μόνο ζητάω… όποιος φεύγει να ξεχνά ότι πικράθηκε εδώ μέσα… η ζωή είναι τόσο μυστήρια… Δε φεύγει κανένας;… Έχει γούστο να μη με πιστεύετε… Τότε θα σας ξομολογηθώ κάτι… Αν μπορούσα θάφευγα πρώτος… Κάτω η σκλαβιά!… Έπιπλα όλου του κόσμου διαλυθείτε…
(Βαρά μια δυνατή γροθιά πάνω στο τραπέζι και το κουτί με τα κλωστικά αναποδογυρίζει).
ΑΥΤΟΣ: Μα μπορώ τώρα γώ να κάθομαι να ράβω το πανταλόνι μου… Αφού τα χέρια μου τρέμουνε, αφού γέρασα, αφού δεν περνά η κλωστή, δεν περνά…. αφού δε μπορώ, το βλέπεις ότι δε μπορώ…
(Κουρντισμένος πάει στο παράθυρο, τραβά τις κουρτίνες,
ανοίγει. Κοιτάζει προς τη μεριά πού μιλούσε η γυναίκα και
βγάζει ένα ουρλιαχτό κάνοντας πάλι το λύκο).
ΑΥΤΟΣ: Ού ού ού ού…
(Το παιδί ξεσπά σε τρομαγμένα κλάματα).
Β. ΓΥΝ: Πάει, το ξυπνήσατε… Μια ώρα βασανίστηκα να το κοιμήσω και σεις… Μα τι σας ήρθε;… Ησύχασε μωρό μου, ησύχασε…
ΑΥΤΟΣ: Με συγχωρείτε κυρία Σοφία.
Β. ΓΥΝ: Άλλο άμα τρώει, τώρα κοιμάται… Μπα σε καλό σας… Έτσι τρομάζουν ένα κοιμισμένο παιδάκι…. Σώπα αγγελούδι μου, σώπα…
«Κοιμήσου και παράγγειλα ένα χρυσό ζευγάρι παπούτσια από μεταξωτό κι’ από μαργαριτάρι».
(Τραβιέται κλείνοντας πάλι το
παράθυρο. Έρχεται προς τα μέσα, σταματά πλάι
στην καρέκλα. Κάπου βόσκει ο νους του κι’ αρχίζει να λέει) :
ΑΥΤΟΣ: Σοφία αγάπη μου, άσε πια το παιδί… Κοιμήθηκε… Δεν κοιμήθηκε; Έλα μπράβο, δός μου να το βάλω στο καροτσάκι του… Για δες πώς μάκρυνε… Σε λίγο θα θέλει άλλο κρεββατάκι.
(Γελάει σιγά, ευχαριστημένος απ’ το καμάρι).
ΑΥΤΟΣ: Έπ’ ούδενί λόγω… Πες το από τώρα στην αδερφή σου για να μην της κακοφανεί. Ας το κρατήσει το κρεββατάκι του γιου της, μπορεί να το χρειαστεί γι’ άλλη γέννα… Το δικό σου παιδί θέλω να κοιμάται σε καινούργιο κρεββάτι...
(Τρυφερά). Είσαι κουρασμένη; Όχι; Ματάκια μου
είσαι και πολύ, εγώ το βλέπω.
(Χαϊδεύει τη ράχη της καρέκλας).
ΑΥΤΟΣ: Αγαπούλα μου, είσαι και συ όλη μέρα στο πόδι… απ’ την αυγή, του Θεού… Εγώ τι;… Εγώ ας πούμε… Μη στενοχωριέσαι για μένα. Άμα είσαι καλά εσύ εγώ είμαι καλύτερα.
(Κοντοκαθίζει στο πλάι της καρέκλας).
ΑΥΤΟΣ: Πόσο χαίρομαι πού σου μοιάζει το παιδί… ‘Εμένα; “Ε, όχι δά. Φτυστή είσαι… Και τα ωραία σου κρασάτα ματάκια… τι μου λες τώρα…. είναι ίδια τα δικά σου, ολόιδια…
(Κάθεται κάτω. Ευχαριστημένος ακουμπά το κεφάλι στην ψάθα της καρέκλας αγκαλιάζοντας τα πόδια της)
ΑΥΤΟΣ: Σ’ αγαπώ Σοφία, σ’ αγαπώ πολύ… δεν ξέρω πια πόσο σ’ αγαπώ…. είμαι
φτωχός, είμαι άθλιος, είμαι ελεεινός… ένα σκουλήκι της γης, ένας υπαλληλάκος
χωρίς προκοπή, χωρίς όνειρα… ένα μηδενικό… μα δε με νοιάζει καθόλου, καθόλου…
Όμως εσύ αγάπα με, αγάπα με πολύ, πολύ, σαν τρελλή αγάπα με…
(Φιλά την ψάθα,
της καρέκλας τα πόδια).
ΑΥΤΟΣ: Μοσκομυρίζουν τα χέρια σου, τα πόδια σου, είσαι καμωμένη από λουλούδια εσύ… Μη σηκώνεσαι μη… έλα να ξημερωθούμε εδώ… μ’ αρέσει έτσι… Σοφία αγάπη μου, θέλω να σου πώ… να σου εξηγήσω ότι δεν πειράζει… Ότι μπορεί νάναι κανείς μεγάλος άνθρωπος, σπουδαίος άνθρωπος… άλλα να… ήσυχος άνθρωπος, απλός… Κι’ έπειτα μπορεί… ίσως, κανένας να μη σ’ αγαπούσε όσο εγώ… Εγώ σ’ αγγίζω και… τρέμω… παίρνω μέσ’ στα χέρια μου τα ποδαράκια σου κι’ είναι σα να βαστώ δυο άσπρα πουλιά… Είμαι φτωχός, το ξέρω, ένας φουκαράς, όμως με τη αγάπη πού σούχω σε κάνω βασίλισσα, Θεά… κάνεις θαύματα…. Μια κουβέντα μου λες… μου ρίχνεις μια ματιά και χορεύουν οι Άγγελοι… Μοιράζεις ευτυχία εσύ… Έβαλα την καρδιά μου στα χεράκια σου… Και πάλι, θα δεις, θα κάνω ό,τι μπορώ… Και καλύτερο σπίτι θα πιάσουμε, κι’ έπιπλα θ’ αγοράσουμε… Θάχεις φορέματα, εσώρουχα, γούνα. Κάνε υπομονή… Κι’ αυτόν τον λεχρίτη αν σου ξαναπεί κουβέντα θα τον στείλω στο νοσοκομείο… Γιατί κυρά μου δε ψωνίζεις απ’ άλλου αφού βλέπεις ότι είναι κλέφτης; Καθάρματα όλοι σας, μου βρήκατε μια κατοχή και γίνατε άνθρωποι.. Την περασμένη Τρίτη σε εκατό δράμια κιμά μούβαλε μια κοκκάλα τόση ο άτιμος…
(Αρπά το σκισμένο πανταλόνι και το ταρακουνά).
Κι’ αυτό το κέρατο τώρα, αν το πάω για μπάλωμα θα μου πάρουμε ένα εικοσάρι… Μα τι νομίζετε όλοι σας… στο δρόμο τα βρίσκω τα εικοσάρια;
(Σηκώνεται και κάνει
νευρικές βόλτες).
Θέλω αύξηση… καταλαβαίνεις;… Θέλω αύξηση. Δεν πάνε καλά οι
δουλειές σου;… Τι με νοιάζει εμένα… μέτοχος είμαι; Δική σου είναι η δουλειά, να
πάς να κόψεις το λαιμό σου να βρεις λεφτά… Να μου δώσεις… αλλιώς… Θα φέρω το
πανταλόνι μου να μου το ράψει η γυναίκα σου και οι κόρες σου… δε μπορώ νάμαι με
τον κώλο έξω…
(Κάποιος χτυπά στην πόρτα. Πάει προς τα κει και χωρίς ν’ ανοίξει ρωτάει) :
ΑΥΤΟΣ: Ποιός;
ΦΩΝΗ ΑΝΔΡΙΚΗ: Είμαστε του εράνου.
ΑΥΤΟΣ: Ποιου εράνου;
ΦΩΝΗ ΑΝΔΡΙΚΗ: Για της ενορίας μας.
ΑΥΤΟΣ: Πάλι;
ΦΩΝΗ ΑΝΔΡΙΚΗ: Εμείς πρώτη φορά ερχόμαστε.
ΑΥΤΟΣ: Μήπως μπορείτε να περάσετε αύριο;
(Δεν παίρνει απάντηση. ‘Ακούγονται βήματα πού απομακρύνονται. Αυτός μισανοίγει την πόρτα, κρυφοβλέπει. Ύστερα ανοίγει καλά και λέει) :
ΑΥΤΟΣ: Ψι ψί ψί ψιψινάκι έλα μέσα… έλα, θα σου δώσω κεφτεδάκι… ψί ψί ψί ψί έλα να παίξουμε έλα… ψί ψί ψί…
(Απελπισμένος, κλείνει την πόρτα. Βλέπει το χαρτί πού κουβάριασε και πέταξε — του δίνει μια κλωτσιά. Μάλλον ήρεμος, τώρα, έρχεται και κάθεται στην καρέκλα, βολεύει πάλι το πανταλόνι στα γόνατα του και στρώνει πάνω το μπάλωμα. Ψάχνει στο τραπέζι για τη βελόνα μα δεν την βρίσκει. Αρχίζει να κοιτάει κάτω και τέλος πεσμένος στα τέσσερα ψάχνει γύρω απ’ το τραπέζι και την καρέκλα).
ΑΥΤΟΣ: Άσε μάνα, άσε… θα τη βρω εγώ… Που είσαι κακιά βελόνα, που είσαι, που είσαι;… Μάνα άμα τη βρω, θα μου δώσεις μουσταλευριά;… Τότε γιατί του Πέτρου τούδωσες μια κομάτα τόση; Λωποδύτες, παλιάνθρωποι εκμεταλλευτές… Ακούς εκεί τετρακόσες δραχμές πιο λίγα εγώ… Και γιατί δηλαδή; Είναι καλύτερος από μένα ο Χρηστίδης; Ο Τσίνας; Ο Προκοπίου; Πως είναι; Που το είδατε; Ο κάθε απατεώνας κορδώνεται και βγαίνει στον αφρό… Γιατί τότε ο Χρηστίδης τάκαμε σκατά στο συμψηφισμό του μηνός; Εγώ τον ξελάσπωσα…
(Ήρεμα) .
Αυτά κάνεις και συ παλαβέ… Να. (Φασκελώνεται).
Εσύ τώρα βελόνα, τι καταλαβαίνεις; Θες να πληρώσεις εσύ τα σπασμένα… Ε, βέβαια αφού κάνεις παρέα με κλωστές καλύτερη θάσαι… Κι’ εσύ μωρέ μάνα όλο τις βελόνες σου χάνεις… Ράψε με άλλες αφού έχεις πολλές, τι με βάνεις και ψάχνω… Σωστή βελονοθήκη ο μπούστος σου, έ μάνα… Πέντε, δέκα, δεκαπέντε βελόνες… και λογιώ - λογιώ κλωστές σα σημαιάκια… Σταμάτα πια… δε βαρέθηκες να ράβεις, να ράβεις, να ράβεις… Πρωί, μεσημέρι, βράδυ… να ράβεις, να μπαλώνεις… στον ήλιο… στο κερί… στο φεγγάρι… στη λάμπα του πετρελαίου… ράβε, ράβε… Μάνα μου, πόσες βελονιές νάχεις βάλει… Χιλιάδες, εκατομμύρια βελονιές.
(Σταματά για λίγο κι’ ύστερα…)
Κοίτα τρύπησες το δάχτυλό σου… έχει πάνω ένα
κόμπο αίμα… δός μου να το πιπιλίσω… Εσύ είσαι μικρή ακόμα, που μπορείς να
ξέρεις να κεντάς, πρέπει να μάθεις… Γι’ αυτό σου λέω όποτε
θες έλα… έλα να σου δείξει η μάνα μου, και θα δεις, θα πάρεις άριστα στη
χειροτεχνία… Να κατάλαβε τίποτα, ο άντρας της;… Βάραγε η καρδιά μου ως και οι
περαστικοί θα την ακούγανε… Κι’ όμως περάσανε εικοσιπέντε χρόνια.
ΑΥΤΟΣ: Διαλεχτή… Έχει τρία παιδιά και δε μου μοιάζει κανένα… Θα μάς βάλουνε λέει στα θρανία ένα αγόρι, ένα κορίτσι… Θες Διαλεχτή να κάτσουμε μαζί;… Καλός φαινότανε ο άντρας της… τρία παιδιά…
(Συνεχίζει να ψάχνει).
ΑΥΤΟΣ: Να μ’ έβλεπε κανείς έτσι πού σέρνομαι θα νόμιζε πώς τρελλάθηκα… Τι λες κι’ εσύ κύριε πόδι του τραπεζιού;… για λωλό δε θα μ’ έπαιρνε;… Λοιπόν, εσείς τα έπιπλα έχετε ώρες - ώρες ένα ύφος… Είστε απαράλλαχτα όπως οι πεθαμένοι, πού θαρρείς πώς μπορούνε να μιλήσουνε και δε μιλούνε… Έτσι επίτηδες… σά να τους αρέσει πού εσύ ψοφάς να τους ακούσεις και κείνοι σωπαίνουνε… Λόγο τιμής, την ίδια μούρη έχετε κι’ εσείς… Α μωρέ μάνα, δεν την βρίσκω αυτή τη βελόνα… πού σούπεσε εδώ, η έξω;… Πάω να φύγω κι’ εγώ… όλοι οι άλλοι παίζουνε κι’ εγώ ή γράφω ορθογραφία, ή με βάζεις και κοπανίζω αλάτι… Κι’ εγώ θα γίνω ναύαρχος άμα μεγαλώσω να κάνω ότι θέλω εγώ… Μάνα μου, μάνα μου, αχ να μπορούσες να μ’ ακούσεις και να μου πεις ένα λόγο… Σα βροχούλα θάπεφτε πάνω μου ο λόγος σου… σα δροσερή ευλογημένη βροχή απ’ τον ουρανό… “Αχ νάσουνα τώρα να κάθεσαι σ’ αυτή την καρέκλα, να σε βλέπω να σ’ έχω… Να μπορώ να σου πω… Ξέρεις τι θα σου ζήταγα μάνα, κι’ ας είμαι γέρος πια… Να με πάρεις στα πόδια σου, να με χορέψεις, να με τρυφερέψεις μια στάλα… τότε μικρός, το καταλάβαινε;… Τώρα μου λείπει… να νιώθω τα χέρια σου στα μαλλιά μου, στα μάγουλά μου… Να χώσω τα μούτρα μου μες στην ποδιά σου να κλάψω… να τριφτώ… και νάχεις τσάγαλα, λέει, στην τσέπη σου… να μου τα δώσεις… με δείρανε μάνα… πήγα να παίξω και με διώξανε και με δείρανε… Βοήθεια μάνα, μπάλωσε μου το πανταλόνι μου… Γιατί πέθανες μάνα, γιατί;… γιατί δε με ρώτησες… Βοήθεια, μπάλωσέ μου το πανταλόνι μου, μπάλωσέ μου το…
(Πριν ξεθυμάνει το κλάμα του, βλέπει τη βελόνα και τη σηκώνει κλαίοντας και γελώντας μαζί).
ΑΥΤΟΣ: Να τη…
(Σηκώνεται, την αφήνει στο τραπέζι. Σκουπίζει τα μάτια του, πάει στο ραδιόφωνο και ανοίγει τον διακόπτη).
ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ: Το δίδαγμα από την τελευταία συνάντηση ‘Ολυμπιακού - Παναθηναϊκού μπορεί να συνοψισθεί στο παρακάτω συμπέρασμα:— το τριφύλλι έχει πάντα την υπεροχή στα μέσα και έξω δεξιά… η πειραϊκή ομάς, εξ’ αντιθέτου, διαθέτει πάντα την καλύτερη άμυνα. Προσοχή λοιπόν…
(Αυτός έχει φύγει απ’ το ραδιόφωνο, έχει ανοίξει την πόρτα κι’ επιχειρεί για τρίτη φορά) .
ΑΥΤΟΣ: Ψι ψί ψί… έλα… έλα μέσα λιγάκι… ψιψινάκι…
ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ: …προσοχή και μελέτη στη σύνθεση της Εθνικής μας ομάδος: Μόνο με δίκαιη και αντικειμενική επιλογή, μόνο με αληθινή πίστη στην αυτής μεγαλειότητα την μπάλλα, θα μπορέσουμε να είμαστε πάλι υπερήφανοι δια το Εθνικόν μας ποδόσφαιρο. Είναι απαράδεκτον…
(Αυτός έχει κλείσει την πόρτα. Έχει πλησιάσει στο ραδιόφωνο και το κλείνει. Έρχεται στην καρέκλα, ξαναπαίρνει το σκισμένο πανταλόνι στα γόνατα, ξαναπιάνει τη βελόνα και προσπαθεί πάλι να περάσει την κλωστή).
ΑΥΛΑΙΑ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ (15 Νοεμβρίου 1920 – 5 Μαΐου 1999)
Ο πρώτος ηθοποιός που εμφανίστηκε ζωντανά στην ελληνική τηλεόραση, στο μονόπρακτο "Αυτός και το πανταλόνι του" του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το 1966.
Γεννημένος στον Πειραιά, σπούδασε στη Νομική Αθηνών και στις Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν. Με την σύζυγό του Μαρία Αλκαίου ιδρύουν το 1956 το Νέο Θέατρο και το το 1993 το Σύγχρονο Θέατρο. Συνεργάστηκε με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Fedra V.
πηγή http://www.pokethe.gr/wordpress/?p=164
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου