Η δίψα του απόλυτου είναι ένα δεύτερο πάθος.
“Βλέπεις, θέλω πολλά, ίσως τα θέλω όλα”, έγραφε ο ποιητής.
Μα όχι “ίσως”. Εμείς τα θέλουμε όλα.
Η ζωή είναι λίγη, όχι χρονικά λίγη, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθιά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια.
Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή:
Διψάμε.
Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ’ αυτό που διψάμε. Κι η δίψα αυτή είναι η πιο βασανιστική, το πιο φοβερό μαρτύριο. Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει για ζωή, το νερό κελαρύζει ελάχιστες στιγμές και μετά στερεύει κι η καρδιά μένει εκεί σκυμμένη καρτερώντας… πιο διψασμένη ύστερα απ’ αυτές τις στιγμές, πιο αχόρταστη, με τα χείλη ανοιχτά και ξεραμένα απ’ τη νοσταλγία.
Τι διψάμε;
Διψάμε ένταση, διάρκεια, ποικιλία. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Λαχταράμε τον ίλιγγο της πτώσης, της απροσμέτρητης πτώσης, αλλά και το φτερούγισμα της ανόδου. Κάθε τι ακραίο μας ηλεκτρίζει. Η γη είναι στενή, η ζωή φθαρμένη μέσα στα σχήματα. Ασφυκτιούμε μέσα στα δεσμά του τόπου, του χρόνου και των αισθήσεων. Μέσα μας υπάρχει ένας χώρος χωρίς έκταση, η ανάγκη για μια απόλυτη διάρκεια κι η λαχτάρα για μια χωρίς όρια απόλαυση.
Τα θέλουμε όλα, κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό πάθος μεσ’ στη ζωή.
Χρήστος Γιανναράς, "Πείνα και Δίψα"
Fedra V.