Το ασχημόπαπο (που κατά τον Σουηδό συγγραφέα Per Olov Enquist δεν είναι άλλος από τον Hans Christian Andersen) γεννήθηκε μέσα στο βούρκο των κατώτερων προλετάριων της πόλης, όπου βασίλευε η φτώχεια, η τρέλα, η πορνεία.
Και η γενεαλογική προέλευση του πουλιού, πάπιας ή κύκνου δεν είναι καθόλου λαμπρή.
Ας κρίνουμε από το εξής: από την πλευρά του πατέρα του, μια προγιαγιά μυθομανής και μισότρελη, της οποίας ο άντρας, που κι αυτός τρελάθηκε πολύ νωρίς, περιπλανιέται παραληρώντας στους δρόμους της Οντένς.
Από την πλευρά της μητέρας του, ένας παππούς άγνωστος, αφού η γιαγιά του, που ήταν πόρνη, είχε μόνο εκτός γάμου παιδιά. Η μητέρα του Χανς Κρίστιαν, και η ίδια πόρνη κατά διαστήματα και χρόνια αλκοολική, πέθανε στο ίδρυμα σε μια κρίση τρομώδους παραληρήματος.
Η ετεροθαλής αδελφή και η θεία του συγγραφέα, επίσης πόρνες, τα κατάφεραν κάπως καλύτερα: η πρώτη πήγε να πουλήσει τα κάλλη της στην Κοπεγχάγη και η δεύτερη κατέληξε ματρόνα.
Ο τσαγκάρης πατέρας, αν και υπέφερε από ισχυρές κρίσεις κατάθλιψης και χάθηκε νωρίς, θεωρείται το πιο ισορροπημένο μέλος της οικογένειας!
Γεννημένο κάτω από τέτοιες φτερούγες, το φτωχό παπί έχει, συν τοις άλλοις, και άθλια εμφάνιση: φωτογραφίες και μαρτυρίες από την ενήλικη ζωή του μας δείχνουν ένα πλάσμα ασουλούπωτο, με άχαρο παρουσιαστικό.
Η ζωή του ποιητή είναι εξίσου ιδιαίτερη. Απόλυτα αγνός, παρά την επιθυμία του να πηγαίνει να βλέπει πόρνες, θα πεθάνει παρθένος. Εγωκεντρικός, νάρκισσος, μοναχικός, αγχώδης, υποφέρει και από τάσεις καθαρής παράνοιας.
Έτσι, κουβαλά πάντοτε πάνω του ένα σχοινί για να μπορεί να ξεφύγει απ' το παράθυρο σε περίπτωση πυρκαγιάς. Επιστρέφει τα δέματα που λαμβάνει με το ταχυδρομείο από τους θαυμαστές του με την υποψία ότι θέλουν να τον δολοφονήσουν.
Πάνω απ' όλα φοβάται μην τον θάψουν ζωντανό, να μην ξυπνήσει μέσα σε φέρετρο και ζητά από την κουβερνάντα του να του κόψει την αρτηρία μετά τον θάνατό του, για ασφάλεια. Την ώρα της επιθανάτιας αγωνίας του, στις 4 Αυγούστου 1845, αφήνει το μήνυμα : "Είμαι νεκρός μόνο φαινομενικά".
Σύμφωνα με τον Per Olov Enquist, το κλειδί του αινίγματος Άντερσεν είναι η δημιουργική ένταση, η θαυμαστή προσπάθειά του να βγει απ' το "βούρκο" και να φτάσει μέχρι το λαμπερό φως που διακρίνει τις βασιλικές αυλές και τη λογοτεχνική δόξα. Από μια μανιώδη φιλοδοξία, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις στην ευγενή δημιουργία, το θέατρο.
Ο Άντερσεν, τελικά, τυχαία μόνο αποκτά πραγματική φήμη, με παραμύθια στη γλώσσα του "βούρκου", δηλαδή τον πεζό λόγο της εποχής του, που ανοίγει το δρόμο στη σκανδιναβική πεζογραφία.
Αν και δεν απέκτησε ποτέ υλικά πλούτη, ωστόσο φιλοξενείται από μαικήνες, τιμάται από βασιλικές αυλές, απολαμβάνει την αναγνώριση. Διότι το πρόβλημα του "ασχημόπαπου" είναι, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της αναγνώρισης.
Πρέπει να διαβάσουμε ξανά και ξανά αυτό το τόσο απλό και τόσο μυστηριώδες παραμύθι. Ίσως θα πρέπει να αναζητήσουμε τη διαχρονική και παγκόσμια επιτυχία του μύθου στα πολλαπλά θέματα που λανθάνουν εκεί: το θέμα της διαφοράς, του μειονοτικού, της ιδιοφυίας που διώκεται απ' τους μετρίους, της φυσικής ασχήμιας που μπορεί να μεταμορφωθεί σε ομορφιά, της παιδικής αδυναμίας που μπορεί στην ώριμη ηλικία να γίνει δύναμη και μεγαλείο, της προσαρμογής στο περιβάλλον και της εξορίας, του ενστίκτου που ωθεί το πουλί-παρία, τον κύκνο-που-αγνοεί-ποιος-είναι (και που ανακαλύπτει τον εαυτό του όπως ο Νάρκισσος, όταν καθρεφτίζεται στο νερό), προς το είδος των δικών του.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο : το παιδί που ταυτίζεται αυθόρμητα με το κυνηγημένο πουλί καταλαβαίνει πολύ καλά ότι αυτό το μαγικό παραμύθι δεν γράφτηκε από ένα συνηθισμένο παπί. Κατανοεί ως αναγνώστης με αλάνθαστο ένστικτο, πως αυτή η μικρή ιστορία είναι το έργο του κύκνου, από την οικογένεια του Αισώπου, του La Fontaine και του Perrault.
(απόσπασμα από το βιβλίο του J.Dumas, Le monde magique des collages de Hans Christian Andersen, Paris 1990)
Fedra V.