Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

...τι τρέλα !



... Ένα ψάρι είπε στο άλλο ψάρι :

- Πάνω σε τούτη τη θάλασσα είναι μια άλλη, με πλάσματα που κολυμπούν εκεί και ζουν εκεί, όμως εμείς ζούμε εδώ.

Το ψάρι απάντησε :

- Τι τρέλα !  Αφού ξέρεις, πώς καθένας που βγαίνει από τη θάλασσά μας κι ας είναι και για τόσο δα, πεθαίνει.  Ποιος σου είπε για άλλες ζωές σε άλλες θάλασσες;



ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Ο κήπος του Προφήτη



Fedra V.







Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

μια πληγή...












Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια μικρή πληγή, στην πλάτη ενός γέρικου δέντρου, μέσα στο δάσος του καλοκαιριού. Είχε μεγάλα μάτια σαν τον ωκεανό, χείλη κόκκινα σαν την Αυγουστιάτικη Πανσέληνο και όσο κι αν πονούσε μέσα στην μοναξιά της, δεν παραπονιόταν καθόλου.

Ήταν βλέπετε, μία από τις λίγες πληγές, που έχουν επιλέξει να ζουν ελεύθερες και ανεξάρτητες από τους αδύναμους ανθρώπους, έτσι δεν πλήγωνε κανέναν άλλο πέρα από τον μικρό, ευαίσθητο και ασήμαντο εαυτό της...

Η ιστορία της ξεκινάει από τότε που ένας ερωτευμένος νεαρός, χάραξε με τρόπο ζηλευτό το όνομα της αγαπημένης του, στον κορμό του δέντρου. Όμως κάποτε κατάλαβε πως δεν αγαπούσε πια την κοπέλα, επειδή κι εκείνη δεν τον αγαπούσε άλλο. Τότε, πήγε στο δάσος του καλοκαιριού και με διαβολεμένη μανία, προσπάθησε να εξαφανίσει το όνομά της.

Όταν ξεθύμανε αρκετά, έφυγε ευχαριστημένος κι ευτυχώς για εκείνον το μόνο που έμεινε από αυτή τη στενάχωρη ιστορία, ήταν μια κακάσχημη ουλή πάνω στον ταλαίπωρο κορμό, που δεν είχε καμιά διάθεση να ακολουθήσει τον απογοητευμένο νέο στις επόμενες του περιπέτειες.

Ύστερα ήρθε ο χρόνος, που τίποτα δεν του ξεφεύγει. Έφερε βροχές, ανέμους, ξηρασίες και με τα καπάτσα του χέρια, έδωσε στην ουλή ένα ιδιαίτερο σχήμα, μέρα με τη μέρα την έκανε όλο και πιο όμορφη. Μέχρι που όσοι την έβλεπαν, ποθούσαν να γίνει δική τους. Εκείνη όμως δεν ξεκολλούσε με τίποτα από το δέντρο, γιατί ήξερε καλά πως δεν ήταν για τα κότσια τους.

Ώσπου μια μέρα, έγινε αυτό που ήταν παντοτινή κρυφή ελπίδα της πληγής μας. Στάθηκε στη σκιά του δέντρου, ένας άνθρωπος τόσο όμορφος, καλός και δυνατός, που ήταν λες και πλάστηκε για να γίνει το ταίρι της.

"Έλα να με πάρεις!" του είπε.

Εκείνος, γενναίος όπως ήταν, άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του και την καλοδέχτηκε φιλόξενα. Μόνο που ήταν λίγο πιο βαριά απ’ ότι υπολόγισε και αρχικά έχασε για λίγο την ισορροπία του. Όμως, χωρίς να πανικοβληθεί, στηρίχτηκε γερά στα πόδια του και ανάσανε.

"Ευτυχισμένος αυτός που αντέχει τις πληγές του!" είπε το σοφό, γέρικο δέντρο.

Ο άνθρωπος χαμογέλασε γλυκά και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι, όπου έζησε καλά ως τα βαθιά γεράματα, μαζί με την πληγή του.





ΠΗΓΗ ΚΑΦΕΤΖΟΠΟΥΛΟΥ




Fedra V.



Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Ερνέστος και Σαλώμη







Ήταν μια φορά ο Ερνέστος, το μικρό αγόρι που του άρεσε πολύ να είναι φίλος (και το πειραχτήρι) των κοριτσιών….
…και ιδίως της Σαλώμης.

Και ήταν και η Σαλώμη, το μικρό κορίτσι που μαρτύρησε στη μαμά του όλα όσα της είχε κάνει ο Ερνέστος. Όλα: που της τραβούσε τα μαλλιά, της άρπαζε την κουκούλα, της έβγαζε τα γυαλιά επίτηδες…

Τότε η μαμά είπε ότι ο Ερνέστος το δίχως άλλο ήθελε να παίξει με τη Σαλώμη, αλλά δεν ήξερε πώς να της το ζητήσει. Και η μαμά είπε επίσης ότι, χωρίς αμφιβολία, ο Ερνέστος ήταν ερωτευμένος με τη Σαλώμη…

Στο σχολείο, η Παυλίνα ρώτησε:
“Ερωτευμένος με τη Σαλώμη! Τι είναι ερωτευμένος;”.
Oύτε η Σαλώμη ήξερε τι είναι αυτός ο ρωτευμένος
Ο Άβελ, πάλι, ήξερε ότι πέφτεις.
Πέφτεις ξερός από έρωτα.
Η Σαλώμη έπεφτε συχνά από το ποδήλατο και ξεραινόταν από τον πόνο,
από έρωτα όμως, ποτέ!

“Οι ερωτευμένοι υπάρχουν μόνο στα παραμύθια!” είπε ο Στέφανος.
“Α,ναι!”
“Για πρίγκιπες και πριγκιποπούλες;”
“Με ωραία φορέματα;”
“Σπαθιά;”
“Βασιλιάδες, βασιλοπούλες;”
“Kαι δράκους;”
“Tότε οι ερωτευμένοι υπάρχουν μόνο στα ψέματα;” ρώτησε η Σαλώμη.

Η Ιουστίνη πίστευε ότι είμαστε ερωτευμένοι επειδή είμαστε λυπημένοι…
ή όταν είμαστε ντροπαλοί…
ή μάλλον αν είμαστε κόκκινοι σαν παντζάρια.
“Όταν είμαστε υπνωτισμένοι!”
Τελικά η Σαλώμη κατάλαβε ότι όταν είμαστε ερωτευμένοι είμαστε τρελούτσικοι!

Η μικρή Νίνα είχε ακούσει να μιλούν για έρωτα κεραυνοβόλο
“Ερωτευμένος είναι φωτιά!”
“Καίει;”
“Σαν αστραπή!”
“Είναι καταιγίδα”.
“Βρέχει, λοιπόν;”
Και η Σαλώμη σκέφτηκε ότι είναι καλύτερα να έχεις ομπρέλα για να είσαι ερωτευμένος!

Αλλά ο Αριστείδης είπε ότι ερωτευμένος είναι κάτι στην καρδιά.
“Θέλεις να πεις ότι έχεις ταχυπαλμίες;”
“Kαι πυρετό επίσης;”
“Eίσαι χάλια;”
“Είμαστε άρρωστοι;”
“Αχ, πόσο κουραστικό είναι να είσαι ερωτευμένος!” αναστέναξε η Σαλώμη.

“Πρέπει να είμαστε δύο για να είμαστε ερωτευμένοι!”
είπε με σιγουριά ο Άγγελος.
“Μόνοι μας γίνεται;”
“Ή τρεις;”
“Ή τέσσερις;”
“Χα χα! Όλοι ερωτευμένοι!”
“Λοιπόν, θα ήταν καλύτερα να είμαστε πόσοι τελικά;” αναρωτήθηκε η Σαλώμη.

Η Ζέλια η ψηλή ήξερε ότι ερωτευμένος είναι για να παντρευτείς υποχρεωτικά!
“Είναι για τους κυρίους!”
“Και για τις κυρίες!”
“Για τους γονείς!”
“Όχι για τους μικρούς”
“Τότε πρέπει να είσαι μεγάλος για να είσαι ερωτευμένος!” πρόσθεσε η Σαλώμη.

“Πφφφ! Ερωτευμένος, δε σου συμβαίνει ποτέ” αναστέναξε ο Μάριος.
“Φυσικά και συμβαίνει. Πάντα!”
“Και για πάντα!”
“Ή για πέντε λεπτά;”
“Για μια ζωή!”
“Ωωωω… σαν πολύ δεν είναι;” Ξεφύσηξε η Σαλώμη.

“Ερωτευμένος, είναι πολύ σημαντικό!” ανακοίνωσε ο Θωμάς (ο μεγάλος).
“Είναι για τη δασκάλα”.
“Για την καλύτερή σου φίλη!”
“Μόνο για τα κορίτσια, λοιπόν;”
“Όχι βέβαια!”
“Όχι! Είναι μόνο για τα αγόρια!” φώναξε η Σαλώμη.

Η Αιμιλία γέλασε γιατί πρέπει να φιλιόμαστε όταν είμαστε ερωτευμένοι!
“Να πιανόμαστε χέρι χέρι!”
“Ερωτευμένοι είναι για να κάνεις μωρά!”
“Χι χι χι!”
“Δεν θα έπρεπε να είσαι τσιτσίδι, μήπως, για να κάνεις τον ερωτευμένο;” Αναρωτήθηκε η Σαλώμη.


“Ερωτευμένος είναι σαν όνειρο!” είπε ο Θωμάς (ο μικρός)
“Πετάμε στον ουρανό!”
“Με λουλούδια…”
“Αιωρούμαστε! Βζινννννν!”
Και η Σαλώμη συμπέρανε ότι είσαι άγγελος όταν είσαι ερωτευμένος.

Αλλά όταν ο Ερνέστος (ο ερωτευμένος) γύρισε για να σπρώξει τη Σαλώμη πολύ δυνατά ακόμα μια φορά, όταν κλότσησε την τσάντα της και ποδοπάτησε το παλτό της επίτηδες

…κανείς πια δεν είπε τίποτα!

Και η Σαλώμη σκέφτηκε ότι δεν ήξεραν τίποτα για τους ερωτευμένους, όλοι αυτοί!




REBECCA DAUTREMER, "Ο ερωτευμένος"




Fedra V.



Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

το χρυσό μυαλό







Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που είχε χρυσό μυαλό. Οι γονείς του το ανακάλυψαν τυχαία όταν τραυματίστηκε στο κεφάλι και άρχισε να τρέχει χρυσάφι αντί για αίμα.

Μετά απ' αυτό άρχισαν να το προσέχουν πολύ και δεν το άφηναν να παίζει με τα άλλα παιδιά γιατί φοβούνταν μην το ληστέψουν. Όταν το παιδί μεγάλωσε και ήθελε να βγει στον κόσμο, η μητέρα του τού είπε: "Έχουμε κάνει τόσο πολλά για σένα που θα πρέπει να μας αφήσεις να μοιραστούμε τα πλούτη σου".

Ο γιος της τότε έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι χρυσού από το μυαλό του και το έδωσε στη μητέρα του. Μετά άρχισε να ζει πλουσιοπάροχα μαζί με ένα φίλο του, ο οποίος όμως μια νύχτα τον λήστεψε κι έφυγε.

Μετά απ' αυτό ο άνδρας αποφάσισε να κρύβει το μυστικό του και να ψάξει να βρει μια δουλειά, γιατί τα αποθέματα χρυσού είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν. Μια μέρα ερωτεύτηκε ένα πανέμορφο κορίτσι. Τον αγαπούσε κι εκείνη, αλλά όχι περισσότερο από τα πανέμορφα ρούχα που της χάριζε τόσο απλόχερα. Την παντρεύτηκε και ήταν πολύ ευτυχισμένος, αλλά δυο χρόνια αργότερα αυτή πέθανε κι εκείνος ξόδεψε όλα τα υπόλοιπα πλούτη του για την κηδεία της, που ήθελε να είναι μεγαλοπρεπής.

Κάποια μέρα, ενώ σερνόταν στους δρόμους, αδύναμος, φτωχός και δυστυχισμένος, είδε ένα υπέροχο ζευγάρι μπότες που θα ήταν τέλειο για τη γυναίκα του. Ξέχασε ότι αυτή είχε πεθάνει - ίσως γιατί το άδειο πλέον μυαλό του δε λειτουργούσε πια - και μπήκε στο κατάστημα για ν' αγοράσει τις μπότες. Όμως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπεσε κάτω και ο καταστηματάρχης είδε ένα νεκρό άνδρα να κείτεται στο δάπεδο.


Ο Alphonse Daudet έγραψε γι' αυτήν την ιστορία: 


"Η ιστορία αυτή μοιάζει να είναι δημιούργημα της φαντασίας, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να πληρώνουν και για τα πιο μικρά πράγματα στη ζωή τους με όλη την ψυχή και το μυαλό τους. Αυτός είναι ένας σταθερά επαναλαμβανόμενος πόνος και αργότερα, όταν κουράζονται πια να υποφέρουν... "




Απόσπασμα από το βιβλίο της ALice Miller "Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας"




Fedra V.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Η ιστορία του σπαθιού, του δέντρου, της πέτρας και του νερού


Στους καιρούς τους πιο παλιούς, εκεί στα βουνά, μαζεύτηκαν τα πράγματα που οι άνθρωποι είχαν για να δουλεύουν και να αμύνονται.  Τότε, ένα από αυτά, το σπαθί μίλησε και είπε :

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

το δαχτυλίδι






- Ήρθα δάσκαλε, γιατί νιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πώς μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;

Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:
- Πόσο λυπάμαι αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά ίσως... 
Και ύστερα από μια παύση συνέχισε: 
- Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.
- Εεε... μετά χαράς, δάσκαλε, είπε διστακτικά ο νεαρός, νιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν γι' άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.
- 'Ωραία, συνέχισε ο δάσκαλος. 
Έβγαλε ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας: 
- Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς γι' αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.

Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι και έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι' αυτό. Όταν το παιδί έλεγε "ένα χρυσό φλουρί" όλοι γελούσαν. Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στον δρόμο του στην αγορά, και σίγουρα θα ήταν πάνω από 100 άτομα, παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω. Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλιτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.

- Δάσκαλε, είπε, λυπάμαι. Είναι αδύνατον να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.
- Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε, απάντησε ο δάσκαλος. Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησε πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.

Ο νεαρός καβάλησε και έφυγε πάλι. Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με τον φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί:
- Πες στο δάσκαλο αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.
- Πενήντα οχτώ χρυσά; φώναξε το παιδί.
- Ναι, απάντησε ο κοσμηματοπώλης.

Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.

- Κάθισε, του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σε εκτιμήσει ένας αληθινά ειδικός. Γιατί στην ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;

Και μ' αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού.



JORGE BUKAY
από το βιβλίο "Να σου πω μια ιστορία... Ιστορίες που μ' έμαθαν να ζω"



Fedra V.




Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

η σκακιέρα



Η Μαύρη Βασίλισσα πήρε τη θέση της δίπλα στο Βασιλιά. Έτσι, γινόταν χρόνια τώρα, πριν από τον καιρό της, και σίγουρα έτσι θα συνεχιζόταν να γίνεται και μετά απ’ αυτήν. Το Λευκό και το Μαύρο Βασίλειο βρίσκονταν σε πόλεμο. Μια μάχη με ένα μόνο νικητή. Αλλά ο Βασιλιάς που αγαπούσε δεν ήταν αυτός που στεκόταν τώρα δίπλα της. Ήταν αυτός που στεκόταν στην απέναντι παράταξη με τη δική του Βασίλισσα στο πλευρό του.

Τον είχε δει για πρώτη φορά, όταν άρχισαν οι Μεγάλες Διαπραγματεύσεις, για να αποφευχθεί ο πόλεμος. 

Ο Λευκός Βασιλιάς. Ο Βασιλιάς της. 

Τον ερωτεύτηκε, γιατί δε γινόταν αλλιώς. Και την ερωτεύτηκε κι εκείνος. 
Ήταν μια αμοιβαία καταστροφή. Ένα αμοιβαίο λάθος. Ήταν η κορυφαία πράξη του δράματος. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνη τη στιγμή. Ήταν αφελής. Γιατί οι Διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Τα δύο βασίλεια κήρυξαν πόλεμο. Και τώρα στεκόταν ντυμένη στα μαύρα, χλωμή και ανέκφραστη με μια μόνο διαταγή. 

Να σκοτώσει το Λευκό Βασιλιά. Να σκοτώσει το Βασιλιά της.

Εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα. Άσπρο και μαύρο. Το πεδίο της μάχης. Τίποτα δεν ήταν θέμα τύχης. 
Υπάρχουν κανόνες σε κάθε πόλεμο. Υπάρχει ορισμένος χρόνος για κάθε κίνηση. Τα πιόνια που επιτίθενται και τα πιόνια που θυσιάζονται. 
Μοναδικός στόχος να πεθάνει ο αντίπαλος βασιλιάς. Σε κάθε σύγκρουση. Σε κάθε μάχη. 
Στα εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα μοναδικός σκοπός είναι η νίκη. 
Αλλά ποιος κινεί τα πιόνια τελικά; Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει; Ποιος είναι αυτός που κρατάει την καρδιά της στα χέρια του;

Το καμπανάκι χτυπά. Οι αντίπαλοι παίρνουν τις θέσεις τους. Στέκεται και κοιτάζει ανίκανη να σταματήσει το φονικό. Ούτε δάκρυα δεν τρέχουν πια. Δεν έχει χρόνο να σκεφτεί, να νιώσει ή να τρέξει μακριά απ’ όλα αυτά. Ακίνητη, στο μαύρο της τετράγωνο, περιμένει υπομονετικά τη σειρά της. Την κίνησή της. 
Από παντού ακούγονται αλαλαγμοί και κραυγές. Θέλει να κλείσει τα αυτιά της. Να σωπάσουν όλα γύρω της. Αλλά δεν μπορεί. Δεν έχει χρόνο. 
Οι Λευκοί Στρατιώτες ξεκινούν πρώτοι την επίθεση. Οι Μαύροι αντεπιτίθονται. Πρώτο κύμα. Δεύτερο κύμα. Τρίτο κύμα. Οι επιθέσεις αλλεπάλληλες. Καμία πλευρά δε δείχνει έλεος. Οι περισσότεροι στρατιώτες πέφτουν νεκροί.

Οι σάλπιγγες ηχούν. Οι ιππείς παρατάσσονται και εφορμούν. Οι στρατηγικές αλλάζουν με κάθε κίνηση του αντιπάλου. Τα μαύρα και τα άσπρα άλογα ξεκινούν τον άγριο χορό τους. Τα χλιμιντρίσματα, οι κλαγγές των όπλων και το αίμα κυριαρχούν. Κυρίως το αίμα.  Έχει σταματήσει να βλέπει χρώματα πια. Παντού υπάρχει αίμα. 
Και η μοναδική εικόνα στο μυαλό της είναι το αίμα του Βασιλιά της στα χέρια της. Θέλει να ουρλιάξει. Θέλει να πεθάνει. 
Έχεις νιώσει ποτέ απόγνωση; Αυτό ήταν απόγνωση.

Οι αξιωματικοί ουρλιάζουν διαταγές και συγκλίνουν για να προστατέψουν το Βασιλιά τους. Να πάρουν καινούριες αποφάσεις. Να εξετάσουν την κατάσταση του στρατεύματος. Μεγάλες μπάλες φωτιάς άρχισαν να εκτοξεύονται. Κραυγές ξανά. Αυτήν τη φορά όμως, ήταν κραυγές αγωνίας ανθρώπων, που καίγονται ζωντανοί. Βλέπει τη φωτιά και μυρίζει την καμένη σάρκα. Φτάνουν νέα. Ο αριστερός πύργος του Λευκού Βασιλείου έχει πέσει. Είναι θέμα χρόνου να πέσει και ο δεξιός. Οι μαύροι πύργοι είχαν ήδη μπει στη μάχη. Η Λευκή Βασίλισσα είχε πιαστεί αιχμάλωτη.

Κομμάτι κομμάτι, όλα έμπαιναν στη θέση τους και ένιωθε τη στιγμή, που φοβόταν περισσότερο, να πλησιάζει. Είχε την εντύπωση πως αυτή η μάχη είχε διαρκέσει μέρες, ίσως και μήνες, αλλά ο χρόνος είναι σχετικός. Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Και τόση ώρα δε φοβόταν για τη δική της ζωή. Δεν προσευχόταν για τη δική τους νίκη. Στο τέλος όμως δεν είχε καμία σημασία τι ήθελε εκείνη. Της είχε αφαιρεθεί, ξεκάθαρα, το δικαίωμα να αποφασίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ζωή της δεν ήταν στα χέρια της.

Την τάραξε το σούσουρο και ο αναβρασμός που επικράτησε. Ο αξιωματικός το είπε ξεκάθαρα. Ο Λευκός Βασιλιάς ήταν εκτεθειμένος. Η καρδιά της σταμάτησε. Όλα σταμάτησαν. Για λίγο. Ο Μαύρος Βασιλιάς γύρισε προς το μέρος της.

«Πήγαινε», της είπε.

Παγωμένα. Χωρίς ντροπή. Χωρίς συναίσθημα. Λες και διέταζε κάποιο από τα σκυλιά του να πάει να φέρει το θήραμα. Και αυτό δε διέφερε πολύ από την πραγματικότητα.
 Έγνεψε καταφατικά και άρχισε να κινείται. Μέσα στη νύχτα. Μέσα στα πτώματα και τις φωτιές και τα κατεστραμμένα οχυρώματα. Μέσα στα εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα. Μπροστά, πίσω, δεξιά, αριστερά, διαγώνια. Δεν την ένοιαζε. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν σε εκείνον.

Στεκόταν θλιμμένος κοιτώντας το στρατό του να αποδεκατίζεται και το βασίλειό του να χάνεται. Της φαινόταν κουρασμένος και ταυτόχρονα η προσωποποίηση της δύναμης. Στα δεξιά ο πύργος έδινε τη μάχη του να κρατηθεί. Στα αριστερά οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να απωθήσουν στρατιώτες. Οπότε οι πληροφορίες ήταν σωστές. Ο Βασιλιάς ήταν όντως εκτεθειμένος.

«Εσένα έστειλε τελικά;»
Δεν είχε γυρίσει να την κοιτάξει ακόμα, αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί. Αισθάνθηκε τόσο λίγη για την αγάπη του. Δεν την άξιζε.

«Ναι».

«Καλά έκανε».

Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της. Εκείνος την κοίταξε.

«Δεν καταλαβαίνεις; Έτσι μπορώ να σε δω για τελευταία φορά. Από το δικό σου χέρι αντέχω χίλιους θανάτους».

«Δεν μπορώ να το κάνω. Δε θέλω να το κάνω».

Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Ήταν τόσο όμορφος. Τόσο δικός της εκείνη τη στιγμή.

«Πρέπει».

«Όχι. Δεν πρέπει. Μπορούμε να φύγουμε. Να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας. Να μην είμαστε πια η Μαύρη Βασίλισσα και ο Λευκός Βασιλιάς, άλλα μόνο εγώ κι εσύ. Μπορούμε!»

«Δεν μπορούμε. Είμαι ο Βασιλιάς. Έχω χρέος απέναντι στους στρατιώτες μου και το βασίλειό μου. Να κερδίσω ή να πέσω στη μάχη. Δεν είμαι αυτός που θα το βάλει στα πόδια. Μη μου ζητάς να γίνω δειλός για χάρη σου. Δε θα με αγαπάς. Εγώ ένα βήμα, εσύ όλα τα βήματα. Θυμάσαι;»

Την κοίταζε στα μάτια και δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Δε γινόταν κανένας πόλεμος γύρω τους. Δεν είχε πάει εκεί, για να τον σκοτώσει. Δε χρειαζόταν να κρύβεται και να φοβάται πια.

«Θα σ’ αγαπάω έτσι κι αλλιώς».
«Δε θα σου ζητούσα τίποτα περισσότερο».

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο ο ένας απέναντι στον άλλον, λες και αυτή ήταν όλη η ζωή που θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί.

«Έλα εδώ», της είπε.

Εκείνη ήξερε. Εκείνη κατάλαβε. Έκανε την τελευταία της κίνηση. Την αγκάλιασε σφιχτά. Από εκείνες τις αγκαλιές που σου στερούν το οξυγόνο και που στο δίνουν ταυτόχρονα. Δεν υπήρχε τίποτα χλιαρό. Αυτή η αγκαλιά ήταν ολόκληρη μια κατάκτηση. 
Ήταν σειρά της τώρα. Τον φίλησε απαλά. Ίσα που ακούμπησε τα χείλη του. Δεν ήταν από τα φιλιά με πάθος, ήταν από ’κείνα τα φιλιά που ουρλιάζουν από ανάγκη. 
Κάρφωσε το μαχαίρι κατευθείαν στην καρδιά του. Γιατί εκείνη ήταν η καρδιά του.

Η Μαύρη Βασίλισσα στάθηκε μόνη και αγέρωχη στα εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα. Με λάθος ταίρι. Χωρίς ταίρι.

Σαχ ματ.

Ο Λευκός Βασιλιάς είναι νεκρός.





Βάσω Ραπτογιάννη, «Η γάτα που ερωτεύτηκε το συγγραφέα» 



Fedra V.


Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

O τρελός με τα πουλιά


Ξύπνησε στη μέση της νύχτας από εκκωφαντικά κελαηδίσματα πουλιών. Στην αρχή χάρηκε. Ξημέρωσε, σκέφτηκε. Μετά συνειδητοποίησε πως ήταν μαύρη νύχτα, και πως δεν ζούσε πια - αλίμονο - στην εξοχή, μα στο κέντρο της πόλης.

Αλλά τα πουλιά εξακολούθησαν. Τότε τρόμαξε. Κατάλαβε πως είχε ψευδαισθήσεις.

- Είμαι τρελός! Θεέ μου, τρελάθηκα!

Ο φόβος τον έκοψε στα δυο. Ανασηκώθηκε, άναψε το φως. Προσπάθησε να ξυπνήσει εντελώς. Το κελάηδισμα συνεχιζόταν. Άγριες, τσιριχτές κραυγές, μπλεγμένες με μικρά, ήσυχα τιτιβίσματα - και ανάσπαρτες μελωδικές τρίλιες.

- Αηδόνι, ψιθύρισε.

Οι τρίλιες και οι λαρυγγισμοί του αηδονιού άρχισαν να κυριαρχούν στον ηχητικό χώρο - και τι περίεργο: ο φόβος του απάλυνε, μια ηρεμία, μια πραότητα, μια γαλήνη του χαλάρωσαν τα μέλη.

Κι έτσι, έγινε δύο: ο άνθρωπος που φοβόταν την τρέλα του - και ο άλλος που χαιρόταν τη μελωδία των πουλιών.

- Σ' όλη μου τη ζωή θ' ακούω τώρα ανύπαρκτα πουλιά; αναρωτιόταν ο ένας. Κι ο άλλος έλεγε: Θεέ μου! πόσον καιρό είχα ν' ακούσω αηδόνι!

Αλλά ο λογικός εαυτός κυριάρχησε.

- Πρέπει να δω ένα γιατρό. Κάτι πρέπει να γίνει!


Ο γιατρός του έδωσε μια σειρά από διάφορα χάπια σε διάφορες ώρες. Τα πουλιά εξασθένησαν και σιγά - σιγά χάθηκαν. Ξαναβρήκε τη σιγουριά του, την αυτοπεποίθησή του. Έπαψε να φοβάται πως ξαφνικά στη μέση μιας συζήτησης ή την ώρα της δουλειάς του θα τρόμαζε από ανύπαρκτους κελαηδισμούς.

Τα χάπια του ρύθμισαν και άλλες ιδιομορφίες της ζωής του. Του πήραν τις εκρήξεις αισιοδοξίας και τις κρίσεις μελαγχολίας, τις αιχμές και τις πτώσεις. "Κάπου μου σιδέρωσαν τη ζωή", σκέφθηκε. Δούλευε πιο στρωτά, ζούσε πιο ομαλά, κοιμόταν πιο βαθιά.

Αλλά κάποια νύχτα ξαναξύπνησε απότομα. Και τώρα τον τρόμαξε η σιωπή. Κανένας ήχος, ούτε φυσικός θόρυβος.

Η σιωπή του μπετόν και της πόλης ήταν ξαφνικά πιο βαριά από τον τρόμο της παραίσθησης. Από κείνη τη μέρα, παρ' όλα τα πολλά χάπια, πήρε την κάτω βόλτα. Ήταν μελαγχολικός, σκυθρωπός, αμίλητος.

Ξαναπήγε στο γιατρό. Εκείνος του άλλαξε τη σύνθεση των χαπιών. Αλλά δεν έγινε τίποτα.

Άρχισε τώρα να βλέπει περίεργα όνειρα - ακουστικά όνειρα. Πρωταγωνιστούσαν ήχοι - άνεμος φυσούσε, κύματα που σερνόντουσαν στα βότσαλα, φύλλα που θρόιζαν, και πουλιά... πολλά πουλιά.

Στα όνειρα αυτά ήταν ευτυχισμένος. Αλλά όταν ξυπνούσε ξανάπεφτε στην κατάθλιψη. Άρχισε ν' αναρωτιέται, τι θα γινόταν αν σταματούσε τα χάπια. Ένιωσε πως είχαν δημιουργήσει μέσα του ένα τρίτο πρόσωπο - άσχετο με τον υγιή αλλά και με τον τρελό εαυτό του. Αυτό το πρόσωπο τον καταπίεζε φοβερά.

Όμως δίσταζε να σταματήσει γιατί έτρεμε το ανύπαρκτο. Όπως όλοι μας είχε εκπαιδευτεί στο φόβο της τρέλας.

Αλλά μια μέρα τόλμησε. Η αποκόλληση από τα φάρμακα ήταν πολύ οδυνηρή - τον απορύθμισε τελείως. Κάπου όμως είχε ξεπεράσει μέσα του τις συμβάσεις του "κανονικού" και του "ανώμαλου" και άρχισε να δέχεται την αίσθηση όπως του ερχόταν.

Τότε γύρισαν και τα πουλιά. Η εμπειρία δεν ήταν αμιγής. Είχε ευχαρίστηση αλλά και τρόμο. Ιδιαίτερα όταν βρισκόταν μέσα στους κλασικούς συμβατικούς χώρους, στις τυπικές καθημερινές καταστάσεις: στο τρόλεϋ, στη δουλειά, στο πάρτι. Εκεί ξαφνικά η παραίσθηση τον απομόνωνε τελείως από τους άλλους. Αυτό δεν το άντεχε.

Σκέφτηκε να ξαναπάει στο γιατρό. Αλλά θα του έδινε πάλι χάπια.

Πέρασε καιρός - και πολλή ταλαιπωρία - μέχρι να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα, παραιτήθηκε από τη δουλειά του, αποχαιρέτισε τους γνωστούς του.

Πήγε κι έχτισε ένα σπιτάκι σε μια λόχμη ποταμού όπου μαζεύονταν τα περισσότερα πουλιά της χώρας. Εκεί έκανε το καινούριο του νοικοκυριό. Βρήκε δουλειά να βοηθάει στο διπλανό χωριό - πάντα χρειάζεται ένας γραμματιζούμενος. Και βολεύτηκε.



Τώρα, όταν ακούει πουλιά, δεν ξέρει αν είναι τα "δικά του" ή τα πραγματικά. Γιατί ο τόπος είναι παράδεισος των πετεινών - κι έγινε ακόμη πιο πολύ αφότου ήρθε αυτός κι έδιωξε τους λίγους κυνηγούς και τα παιδιά με τις ξόβεργες.

Όλη μέρα κελαηδισμοί αντηχούν στ' αυτιά του. Και τι τον νοιάζει από πού έρχονται;

Ένιωσε τότε πως ο μόνος τρόπος να μη φοβάσαι τη διαφορά ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, είναι να την καταργήσεις.

Χάρηκε που τα ανύπαρκτα πουλιά τον έφεραν κοντά στα υπαρκτά.

Και, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ήταν ευτυχισμένος.

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ



Fedra V.




Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Το κορίτσι του τρένου




Όταν το βλέμμα μου συνάντησε το δικό της, ένιωσα έστω και λίγο πώς είναι να είσαι εκείνη....

Μια κοπέλα γύρω στα 30, μόνη, καθισμένη στην άκρη κοντά στο παράθυρο, καθώς το τρένο άφηνε γρήγορα πίσω του σταθμούς.
Καπως φοβισμένη, κάπως απομονωμένη σε ένα κόσμο δικό της, μέσα στον κόσμο των υπολοίπων.

Φορούσε μαύρα ρούχα και είχε σκούρο, θεατρικό μακιγιάζ, αλλά τα μεγάλα, γουρλωμένα μάτια της ήταν ικανά να τραβήξουν όλη σου την προσοχή.
Πάνω στα αδύνατα, σχεδόν σκελετωμένα πόδια της κρατούσε ένα ντοσιέ. Σελίδες αποσπασματικές σαν τις σκόρπιες σκέψεις της.

Και ξάφνου την ακούω να σιγοτραγουδά! Σαν εσωτερική προσευχή να ξορκίζει τους προσωπικούς της δαίμονες. Νότες μπερδεμένες και ασχημάτιστες. Η δική της μελωδία που καλύπτει τις μέρες και τις νύχτες της, ένα soundtrack ζωής.

Κοιτάζω να δω αν κρατούσε ομπρέλα. Είχε μονάχα το ντοσιέ. Τη φαντάζομαι να περπατά γοργά στο δρόμο κάτω από τη βροχή και να δέχεται με ευχαρίστηση τις σταγόνες στο πρόσωπο της και στο κεφάλι της. Να εισχωρούν στο μυαλό της και να παίρνουν μακριά ό,τι το θολώνει.

Μα όταν θα σταματήσει η βροχή και καθαρίσει ο ουρανός, στο δικό της κόσμο θα έχει πάλι συννεφιά. Γκρίζα σύννεφα θα την κυκλώσουν και η ματιά της θα γίνει πάλι απόκοσμη.

Και σε ένα άλλο βαγόνι, ίσως κάπου μακρυά απο εδώ, κάποιος άλλος ανταλλάσει κλεφτές ματιές με ένα κορίτσι σαν και αυτό...

ΕΛΕΝΗ ΤΟΜΠΕΑ



Fedra V.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

η "εγγραφή"...





Τριγύριζα στους κήπους ενός ασύλου για παράφρονες, όταν γνώρισα έναν νεαρό άνδρα που διάβαζε ένα βιβλίο φιλοσοφίας.
Η συμπεριφορά του και η προφανής καλή υγεία του, τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους τροφίμους.


Κάθισα δίπλα του και ρώτησα:
"Τι κάνεις εδώ;"

Με κοίταξε έκπληκτος. Και βλέποντας  ότι δεν ήμουν ένας από τους γιατρούς, απάντησε:
"Είναι πολύ απλό... 

Ο πατέρας μου, ένας λαμπρός δικηγόρος,  ήθελε να γίνω  σαν αυτόν.
Ο θείος μου, ο οποίος κατέχει ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, ήλπιζε πως θα ακολουθήσω το παράδειγμά του.
Η μητέρα μου ήθελε να είμαι η εικόνα του αγαπημένου  πατέρα της.
Η αδελφή μου έβαζε  τον σύζυγό της πάνω  από εμένα φέρνοντάς τον ως παράδειγμα του επιτυχημένου άνδρα.
Ο αδελφός μου προσπάθησε να με προπονήσει  έως ότου γίνω διάσημος αθλητής όπως ο ίδιος.

Και το ίδιο συνέβη και στο σχολείο, με τον καθηγητή πιάνου και τον καθηγητή των Αγγλικών - ήταν όλοι πεπεισμένοι και αποφασισμένοι ότι ήταν το καλύτερο δυνατό παράδειγμα προς μίμηση.
Κανένας από αυτούς δεν με κοίταξε ως  ένα άτομο, αλλά ήταν σαν να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.

Γι' αυτό κι εγώ  αποφάσισα να "εγγραφώ"  στο άσυλο. ..
Τουλάχιστον εδώ μπορώ να είμαι ο εαυτός μου".


ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ



Fedra V.